-
1 παρεξαγω
-
2 παρεξάγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεξάγω
-
3 παρεξάγω
παρ-εξ-άγω, daneben herausführen, daran vorbeiführen, verführen; auch intrans., dem Feinde mit Heeresmacht entgegengehen -
4 αντιπαρεξαγω
1) выводить против или навстречу(τέν δύναμιν, τοὺς στρατιώτας ἐπὴ τὸ δεξιόν Plut.)
2) (sc. στρατόν) двигаться в боевом порядке Dem.3) двигаться параллельно(τινί Plut.)
4) выдвигать, противопоставлять(τοῖς ἄλλοις φιλοσόφοις τι Sext.)
5) сопоставлять, сравнивать(πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας, sc. ἑαυτόν Plut.)
-
5 παρέκ
πᾰρέκ (on the accent, v. infr.), before a vowel [full] πᾰρέξ (also before a conson., Od.12.276, SIG4.6(Cyzicus, vi B.C.), Pl.Epin. 976d, UPZ 81 iii 20 (ii B. C.), etc., and always in Hdt., LXX (Jd.8.26, al.), and J. (AJ7.1.3, al.)): ([etym.] παρά, ἐκ):A as Prep.,1 c. gen. loci, outside, before,νῆσος.. π. λιμένος τετάνυσται Od.9.116
; παρὲξ ὁδοῦ out of the road, Il.10.349.2 besides, except, SIGl.c., etc.;οὐδὲν ἔστιν ἄλλο π. τοῦ ἐόντος Parm.8.37
;πάρεξ τοῦ ἀργύρου χρυσὸν.. ἀνέθηκε Hdt.1.14
, cf. 93, 192;πάρεξ ὀστέου καὶ νεύρου Hp.Alim.51
; ἑτέραν [ἐπιστήμην] πάρεξ τῶν εἰρημένων εὑρεῖν Pl.l.c., cf. Epicur.Nat. 14G.;μηδὲν ἰδιοπραγεῖν πάρεξ τῶν προσταττομένων Plb.8.26.9
.3 οἰωνοῖο π. contrary to the omen, A.R.2.344; π. οὗ πατρός against the wish of.., Id.3.743.II c. acc., along the side of, along,παρὲξ ἅλα φῦκος ἔχευεν Il.9.7
;παρὲκ μίτον 23.762
; παρὲξ τὴν νῆσον past, clear of the island, Od.12.276; παρὲξ περιμήκεα δοῦρα alongside of.., ib. 443; παρὲξ.. νῆα past it, 15.199;παρὲκ μέγα τειχίον 16.165
, 343 ;σῆμα παρὲξ Ἴλοιο Il.24.349
; παρὲκ νόον aside from sense and reason, 10.391 (v.παρεξάγω 11
); foolishly, 20.133; παρὲξ ὀλίγον θανάτοιο within a little of death, A.R.2.1113.2 παρὲξ Αχιλῆα without the knowledge of Achilles, Il.24.434.5 except, Supp. Epigr.2.710.3 (Pednelissus, i B. C.).B as Adv.,1 of Place, out beside, out and away,λαβὼνπεριμήκεα κοντὸν ὦσα παρέξ Od.9.488
; νῆχε παρέξ out along shore, 5.439; στῆ δὲ παρέξ hard by, Il.11.486 ; τῆλε παρέξ far away, A.R.2.272.2 metaph., beside the mark,παρὲξ ἀγορευέμεν Il.12.213
;παρὲξ ἐρέουσα Od.23.16
.3 ἄλλα παρὲξ μεμνώμεθα let us talk of something else, 14.168.4 excepting, Μῆδοι.. ἄρξαντες τῆς Ἀσίης ἐπ' ἔτεα τριήκοντα καὶ ἑκατὸν δυῶν δέοντα πάρεξ ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον except so long as.. (i.e. including that period), Hdt.1.130 (but Δωριεῖ π. ἢ Ὀλυμπίασιν Ἰσθμίων μὲν γεγόνασιν ὀκτὼ νῖκαι besides, exclusive of.., prob. in Paus.6.7.4): abs., besides,ταῦτα π. δὲ μηδέν Plb.3.23.3
. (Acc. to Hdn.Gr.2.63, 931, παρέξ is correct in Hom., πάρεξ in Hdt., as in codd., cf. EM652.39, Eust.732.40.)
См. также в других словарях:
παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρεξαγωγή — ἡ, Α [παρεξάγω] 1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ… … Dictionary of Greek