-
1 επιπαρεμβαλλω
воен.1) перестраивать(φάλαγγα Polyb.)
2) перестраиватьсяἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. — заходить (к неприятелю) слева
См. также в других словарях:
επιπαρεμβάλλω — ἐπιπαρεμβάλλω (Α) 1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾱσιν ἐπιπαρεμβαλεῑν τήν φάλαγγα», Πολ.) 2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.) … Dictionary of Greek