-
1 παρείκω
A give way,σε.. αἰτῶ πιθέσθαι καὶ παρεικαθεῖν S. OC 1334
, cf. Ant. 1102; permit, allow, ; ;οἷσπερ ἂν ὁ θεὸς παρείκῃ Id.Tht. 150d
; κατὰ τὸ αἰεὶ παρεῖκον by such ways as permitted a passage, as were practicable, Th.4.36 ;χωρίοις ἀποτόμοις καὶ χαλεποῖς, οὐ μὴν ἀλλὰ.. παρείκουσιν Plu.Cam.27
.II impers., παρείκει μοι it is competent, allowable for me,εἴ μοι παρείκοι S.Ph. 1048
; ὅπῃ παρείκοι wherever it was practicable, Th.3.1 ;καθ' ὅσον παρείκει Pl.Smp. 187e
: c. inf.,τόν γε βουλόμενον.. οὐκέτι παρείκει.. ἀκολάστως ζῆν Id.Lg. 734b
; ἐὰν ἄρα ἡμῖν πῃ παρεικάθῃ (Böckh for -ασθῇ.. ἀπαλλάττειν Id.Sph. 254c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείκω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский