-
1 παρα-πλοκή
παρα-πλοκή, ἡ, das Einflechten, die Einmischung, bes. von Fremdartigem, Sext. Emp. adv. gramm. 94, auch χυμῶν, pyrrh. 1, 102; oft Rhett.
-
2 παραπλοκή
παρα-πλοκή, ἡ, das Einflechten, die Einmischung, bes. von Fremdartigem -
3 παραπλοκη
-
4 πλέκω
Grammatical information: v.Meaning: `to braid, to knit, to wind, to twine' (Il.).Other forms: ( πλεγνύμενος Opp.), aor. πλέξαι (Il.), pass. πλεχθῆναι (Od.), πλακῆναι (IA.), innovation πλεκῆναι (Tim. Pers.), fut. πλέξω, pass. πλεχθήσομαι, πλακήσομαι, perf. πέπλοχα (Hp., Att.), also πέπλεχα (Hp.), - εκα (Call.), midd. pass. πέπλεγμαι (IA.),Derivatives: Many derivv. A. With ε-grade: 1. πλεκτός ( σύμ-, εὔ-πλέκω etc.) `braided, knit' (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17). 2. πλεκτή f. `winding, knitwear, rope, fish trap' (A., E., Pl.; on the formation Frisk Eranos 43, 222). 3. πλεκτάνη f. `wattling, sling, winding' (IA.); enlargement of πλεκτή after δρεπάνη a.o. like βοτάνη to βοτόν (Schwyzer 490; cf. Benveniste Origines 108), with - άνιον (Eub.), - ανάομαι (A.), - ανόομαι (Hp.) `to be twined round'. 4. πλέγμα ( ἔμ-, σύμ-πλέκω a.o.) n. `plait, wattling a.o.' (IA.) with - μάτιον (Arist.), - ματεύεσθαι ἐμπλέκεσθαι H. 5. πλέκος n. `wattling, basketwork' (Ar.). 6. πλέξις ( περί-, ἔμ-, σύμ-πλέκω) f. `braiding, twining around etc.' (Pl., Arist.) with - είδιον (Suid.), ( περι-, συμ-)πλεκτικός `belonging to braiding etc.' (Pl.; Chantraine Études 135). 7. πλέκτρα n. pl. `wattling' (Samos IVa). 8. πλέκωμα = δράγμα (sch.). 9. ἐμπλέκ-της, f. - τρια `braider (m\/f) of hair' ( Gloss., EM). 10. ( περι-, ἐμ-)πλέγδην `entwined, interwoven' (hell.). 11. ἀμφι-, περι-, συμ-πλεκ-ής `id.' (Nonn., Orph.; verbal adj. after the ς-stems) with περιπλέκ-εια f. (Jamb.). 12. Desider. πλεξείω (Hdn. Epim.). -- B. With ο-grade: 1. πλόκος m. `twine, lock, wreath, collar' (Pi., trag.); adj. διά-, σύμ-πλέκω (AP, Nonn.) from δια-, συμ-πλέκω; πλόκιον n. `necklace' (hell. inscr. a.o.), ἐμ-πλέκω `hair slide etc.' (hell.), also (pl.) = ἑορτη παρὰ Άθηναίοις H.; πλόκ-ιμος `suited for braiding' (Thphr.; Arbenz 20, Strömberg Theophrastea 171), διαπλόκ-ινος `braided' (Str.), περιπλοκ-άδην `in a close embrace' (AP); πλοκ-ίζομαι `to let one's hair be braided' (Hp.). 2. πλοκή f. (Epich., Arist.) `plait, fabric, intertwining, complication etc.', very often from the prefixcompp. ( περι-, ἐμ-, κατα-, συμ- etc.) in diff. senses (IA.). From πλοκή or πλόκος: πλοκάς f. `hair plait, lock' (Pherecr.; after γενειάς a.o.); πλοκεύς m. `hair braider' (Epich., Hp.; Bosshardt 47). 3. πλόκαμος m. `lock of hair' (ep. poet. Ξ176) with - ίς, - ῖδος f. `id.' (hell.); unbound from ἐυπλοκάμιδες ( Άχαιαί Od.) after ἐυκνήμιδες ( Άχαιοί): κνημίς (Leumann Hom. Wörter 122f.); πλόκαμα τὰ περιόστεα νεῦρα H., - ώδεα τὸν οὖλον βόστρυχον H. 4. πλόκανον n. `braiding, knitwear etc.' (Pl., X.); after ξόανον, ὄργανον etc. -- 5. πλοχμός, most pl. - οί m. `locks of hair' (P 52, A. R., AP), suffix - σμο-(Schwyzer 493); connection to the σ-stem in rare πλέκος (prob. innovation) not credible; note however the s-deriv. in the Germ. word for `flax', OHG flahs, OE fleax n. (PGm. * flahsa-).Origin: IE [Indo-European] [834] *pleḱ- `twine'Etymology: The thematic root-present πλέκω, on which the whole system including the nouns can have been built (on the aorist πλέξαι Schwyzer 754; πλακῆναι etc. then analog. innovations), has outside Greek no exact correspondence. However, in Lat. an intensive deverbative in plicō, - āre `fold (together)' (for * plecō after the far more usual compp. ex-plicō etc.), partly in Lat., Germ., perh. also in Slav. a t-enlargement in Lat. plectō = Germ., e.g. OHG flehtan ' flechten', Slav., e.g. OCS pletǫ, plesti `συρράπτειν', Russ. pletú, plestí (-tь) `twine', also `lie, cut up'. An isolated verbal noun has been retained in Skt. praśnaḥ m. `turban, headband' (IE *ploḱ-no-s); on further possible representatives in Indo-Iran. Mayrhofer s. v. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 97f., Pok. 834f., W.-Hofmann s. 1. plectō and plicō, Ernout-Meillet s. plectō; Slav. forms in Vasmer s. pletú.Page in Frisk: 2,557-558Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλέκω
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek