Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλέκτρα

См. также в других словарях:

  • πλέκτρα — τὰ, Α πλέγμα από ευλύγιστα κλαριά, καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα τρα (πρβλ. ψυκ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • πλέκτης — ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ν τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδών μσν. πλέγμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα της / τρα και τρια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»