-
1 παραστειχω
См. также в других словарях:
παραστείχω — Α 1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.) 2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ. 3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στείχω «περπατώ, βαδίζω»] … Dictionary of Greek
παραστείχοντα — παραστείχω go past pres part act neut nom/voc/acc pl παραστείχω go past pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστείχοντι — παραστείχω go past pres part act masc/neut dat sg παραστείχω go past pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστείχοντας — παραστείχω go past pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστείχοντες — παραστείχω go past pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστείχων — παραστείχω go past pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστείχωσιν — παραστείχω go past pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραστείχῃσιν — παραστείχω go past pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιχε — παραστείχω go past aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιχεν — παραστείχω go past aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιχες — παραστείχω go past aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)