-
1 όχου
επιφ ах! -
2 παραστειχω
См. также в других словарях:
όχου — και οχ επιφών., δηλώνει συφορά, λύπη: Όχου, τον σκότωσαν τον άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όχου — επιφών. βλ. ώχου … Dictionary of Greek
ὄχου — ὄχος carriage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώχου — και όχου, Ν επιφών. βλ. ώχ … Dictionary of Greek