-
1 παραπλωω
-
2 παραπλώω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλώω
-
3 παραπλώω
παρα - πλώω, aor. 2 παρέπλω: sail by, Od. 12.69†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραπλώω
-
4 παραπλώω
-
5 παρεπλω
-
6 παρα-πλέω
παρα-πλέω (s. πλέω), daneben-, vorbeischiffen, an Etwas hinfahren, Plat. Phaedr. 259 a; bes. an der Küste hinfahren, Thuc. 3, 62; ἔπλεον παρὰ γῆν καὶ παραπλέοντες ἐϑεώρουν τὴν ἀκτήν, Xen. An. 6, 2, 1; Hell. 4, 5, 17; Pol. 1, 25, 1 u. öfter; παρ' αὐτὰς τὰς πρώρας, Xen. Hell. 1, 5, 12; vgl. noch Thuc. 1, 61, heranschiffen, hinfahren, τινί, Pol. 31, 26, 15, παρέπλευσανεἰς Σικυῶνα, Thuc. 1, 111: Xen. An. 5, 6, 10 u. öfter; παραπλευστέος, wo man vorbeischiffen muß, Strab. 8, 3, 27; – ὁ παραπλέων, der Handlungsdiener, der zur Aufsicht über die Waaren mitschifft. – Vgl. auch παραπλώω.
-
7 παραπλεω
эп.-ион. παραπλώω (fut. παραπλεύσομαι и παραπλοῦμαι; эп. aor. 2 παρέπλων)1) плыть мимо, проплыватьπαραπλέοντες ἐθεώρουν τέν ἀκτήν Xen. — плывя вдоль берега, они увидели мыс
2) плыть, приплывать(τόπον Her., Arst. и παρὰ τόπον Her.; ἐκ Σινώπης εἰς Ἡράκλειαν Xen.)
3) ( на корабле) миновать(τέν Ἔφεσον NT.)
-
8 παρέπλω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρέπλω
См. также в других словарях:
παραπλώω — Α ιων. τ. βλ. παραπλέω … Dictionary of Greek
παραπλέω — ιων. τ. παραπλώω, ΝΑ 1. πλέω παραλλήλως προς κάτι και σε μικρή απόσταση από αυτό («παρέπλωε παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν, ἐπειρωτῶν τε ἑκάστας», Ηρόδ.) 2. πλέω παρά την ακτή (α. «παραπλέουμε το Σούνιο» β. «παρέπλευσαν ἐς Σικυῶνα», Θουκ.) αρχ. μτφ.… … Dictionary of Greek