-
1 παρανοία
παρανοίᾱ, παράνοιαderangement: fem nom /voc /acc dual——————παρανοίᾱͅ, παράνοιαderangement: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 παράνοια
παράνοιᾰ (A (anap.)), ἡ, derangement, madness, A.Th. 756(lyr.), E.Or. 824(lyr.), Hp.Prog.23, And.2.10 ;οἴμοι παρανοίας Ar.Nu. 1476
; παρανοίας τινὰ εἰσαγαγὼν ἑλεῖν, γράφεσθαι, ib. 845, Pl.Lg. 928e, etc. ;δίκαι παρανοίας Arist.Ath.56.6
: Pl.,παρανοίας ποιεῖ καὶ θανάτους Id.PA653b5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράνοια
-
3 παρανοια
ἥ умопомешательство, душевная болезнь Aesch., Eur., Arst.παρανοίας αἱρεῖν τινα Arph. или παρανοίας γράφεσθαι Plat. — делать заявление (перед судом) о чьей-л. невменяемости
-
4 παράνοια
παράνοιαderangement: fem nom /voc sg -
5 παράνοια
παράνοια, ας, ἡ (παρά, ἄνοια; Aeschyl., Hippocr. et al.; Plut., Cato Min. 68, 6; Ps.-Lucian, Macrob. 24; Philo, Cher. 69 al.) state of being disordered mentally, madness, foolishness 2 Pt 2:16 v.l. (Vulg. has ‘vesania’, w. the same mng.).—DELG s.v. νόος. -
6 παρανοίᾳ
Βλ. λ. παρανοία -
7 παράνοια
η мед. паранойя -
8 παράνοια
-
9 παράνοια
παρά-νοια, ἡ, Unverstand, Torheit, Wahnsinn; παρανοίας αἱρεῖν τινα, einen wegen Wahnsinns anklagen; παρανοίας ἑαλωκώς, überführt, als Wahnsinniger verurteilt -
10 παράνοια
paranoïa -
11 παράνοια
paranoja (f) rzecz. -
12 παράνοια
paranoia -
13 παράνοια
paranoiaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παράνοια
-
14 παρανοίας
παρανοίᾱς, παράνοιαderangement: fem acc plπαρανοίᾱς, παράνοιαderangement: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 παρανοίαις
παράνοιαderangement: fem dat pl -
16 παράνοιαι
παράνοιαderangement: fem nom /voc pl -
17 παράνοιαν
παράνοιαderangement: fem acc sg -
18 παρανοιών
-
19 παρανοιῶν
-
20 παρανόησις
A = παράνοια, Herod. [voice] Med. in Rh.Mus.58.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρανόησις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παρανοία — παρανοίᾱ , παράνοια derangement fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανοίᾳ — παρανοίᾱͅ , παράνοια derangement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοια — derangement fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek
παράνοια — η λαθεμένη διανόηση, παραλογισμός, παραφροσύνη, ψυχοπάθεια, ψυχική αποξένωση: Η παράνοια είναι συστηματική λογικευμένη τρέλα με ή χωρίς ψευδαισθήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρανοίας — παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem acc pl παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паранойя — (Παρανοια). По этимологическому значению это слово соответствует понятию об извращении ума, и оно употреблялось давно для обозначения известных форм душевного расстройства. С начала 80 х годов установилось его употребление для весьма характерной… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παρανοιῶν — παράνοια derangement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανοίαις — παράνοια derangement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοιαι — παράνοια derangement fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοιαν — παράνοια derangement fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)