-
1 παραμικρός
η, ό малейший; самый милый, минимальный;ο παραμικρός θόρυβος τον ενοχλεί — малейший шум его беспокоит
-
2 παραμικρός
[парамикрос] ас. малейший, минимальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραμικρός
-
3 παραμικρός
[парамикрос] ас. малейший, минимальный. -
4 малейший
малейший παραμικρός, ελάχιστος' ни \малейшийего сомнения χωρίς την παραμικρή αμφιβολία* * *παραμικρός, ελάχιστοςни мале́йшего сомне́ния — χωρίς την παραμικρή αμφιβολία
-
5 минимальный
-
6 малейший
малейш||ий(превосх. ст:от малый) ἐλάχιστος, παραμικρός, μικρότατος:не иметь ни \малейшийего понятия о чем-л. δέν ἔχω κἄν Ιδέα γιά κάτι. -
7 remote
[rə'mout]1) (far away in time or place; far from any (other) village, town etc: a remote village in New South Wales; a farmhouse remote from civilization.) απομακρυσμένος, απόμερος2) (distantly related: a remote cousin) μακρινός3) (very small or slight: a remote chance of success; He hasn't the remotest idea what is going on.) αμυδρός, παραμικρός•- remotely- remoteness
- remote control -
8 малейший
[μαλιέΐσιΥ] επ. ελάχιστος, παραμικρός -
9 малейший
[μαλιέΐσιΥ] επ ελάχιστος, παραμικρός
См. также в других словарях:
παραμικρός — ή, ό 1. πάρα πολύ μικρός, ελάχιστος («ο παραμικρός θόρυβος τόν ενοχλεί») 2. (για πρόσ.) ο πολύ νεαρός («δεν σού είπα εγώ, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου», δημ. τραγούδι) 3. το ουδ. ως ουσ. το παραμικρό η ελάχιστη αιτία 4. φρ. «με το παραμικρό» … Dictionary of Greek
παραμικρός — ή, ό ο πολύ μικρός, ο ελάχιστος: Η παραμικρή παρατήρηση τον στενοχωρεί πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
ελάχιστος — η, ο επίρρ. α 1. πάρα πολύ μικρός, πάρα πολύ λίγος, παραμικρός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελάχιστο, α. το κατώτατο όριο ποσού ή μεγέθους: Περιόρισε τα έξοδά του στο ελάχιστο. β. (μαθ.), η μικρότερη από τις τιμές που μπορεί να πάρει μία συνάρτηση σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)