-
1 παραλλάσσω
A , Plu.Cim.1, Arr.Epict.3.21.23 :— cause to alternate, π. τοὺς ὀδόντας make the alternate teeth of the saw stand contrary ways, Thphr.HP5.6.3 ; π. τὰς ἀρχάς make the ends [ of the bandages] overlap or cross, Hp.Fract. 29 ; παραλλάξας having transposed [ the two], Pl.Tht. 193c ; π. τῶν αἰσθήσεων τὰ σημεῖα transpose, interchange the impressions received from the senses, ib. 194d ; ἐὰν παραλλάξῃ τὴν τομήν transposes the caesura, Heph. 15.18 :—[voice] Pass., overlap, of the ends of broken bones, Hp.Fract.31 ; ὀδόντες παρηλλαγμένοι (in persons with hollow palate) Id.Epid.6.1.2.2 change, alter, ὀλίγα π. Hdt.2.49 ; μίαν μόνον συλλαβὴν π. Aeschin.3.192, cf. Arist. Top. 119a15 ; esp. alter for the worse,π. φρένας χρηστάς S.Ant. 298
; twist,τὸν λόγον Chrysipp.Stoic.2.258
:—freq. in [voice] Pass., to be altered,πολὺ παρηλλάχθαι τὴν ἔξοδον πρὸς τὸν εἰθισμένον καιρόν Plb.5.56.11
, etc.;τὸ κίνημα παρηλλαγμένον τῆς συνηθείας Id.7.17.7
: hence παρηλλαγμένος, η, ον, strange, extraordinary, Id.2.29.1, 3.55.1;παρηλλαγμένους τοῖς μεγέθεσιν ὄφεις D.S. 17.90
; ὑποδήματα π. peculiar footwear, Satyr.1.3 of Place, pass by or beyond,ἐνέδραν X.HG5.1.12
, Plb.5.14.3, etc.;ὅταν τὸ ὕδωρ παραλλάξῃ τὸ χωρίον D.55.17
; elude, avoid, Plu.Cam. 25 ; so Astrol., τὴν διάμετρον ἀκτῖνα π. Vett. Val.142.5 ; also, get rid of,διακρούσασθαι καὶ π. τὸ πάθος Plu.Caes.41
.4 go beyond, surpass,τῷ τάχει π. τὰ ἄστρα Arist.Mete. 342a33
; exceed in point of time,τὴν παιδικὴν ἡλικίαν Plu.Alc.7
, Cim.1 : c. acc. pers. et gen. rei, γραμμέων συνθέσιος οὐδείς κώ με παρήλλαξεν [Democr.] 299.II intr., deviate from one another, of two tunnels or the like , which start from opposite directions, and, instead of meeting, miss each other,ὀλίγον τι π. τῆς χώρης Hdt.2.11
; of bones, ἄρθρον παραλλάξαν displaced, Hp.Art.17 ; πόροι παραλλάττοντες deviating, not in line, opp. κατάλληλοι, Arist.Pr. 905b8, cf. 890b39.3 differ or vary from,τῶν πολλῶν.. δικαίων Pl.Lg. 957b
;πολύ τι τῶν ἄλλων Thphr.HP4.10.5
; τῶν προκειμένων Hdn.Gr.2.948 ;παραλλάξουσιν ἀλλήλων κατὰ παρρησίαν Phld.Lib.p.43
O.;π. ἀπότινος Arr.Epict.3.21.23
: abs., differ, vary,ὀλίγον παραλλάσσοντες Hdt.7.73
;ἡ χρεία π. μικρόν Arist.Pol. 1254b24
;μήκη παραλλάττοντα Epicur.Ep.2p.43U.
;μικρὸν ταῖς γλώτταις Str.4.1.1
;π. κατὰ τὰς ὀσμὰς καὶ τοὺς χυλούς Thphr.HP1.12.3
;τοσοῦτον τῆς δόξης παραλλαττούσης Isoc.9.25
; τὸ παρηλλαχός the changeable, Chrysipp.Stoic.3.129 ; also, of persons, οἱ παρηλλαχότες those whose character has changed, ib. 125.b impers., οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως it makes no small difference, Pl.Tht. 169e.4 π. τοῦ σκοποῦ go aside from the mark, ib. 194a : metaph.,π. τῶν φρενῶν Lys.Fr.90
: abs., οὐχ ὑπὸ γήρως οὐδὲ νόσου π. Plu.Luc.43.5 change direction, of the wind, Arist.Pr. 945a36 ; deviate from the straight course,παραλλάξαντι ἐξ Ἀβύδου ὡς ἐπὶτὴν Προποντίδα Str.13.1.22
; οὐδαμῇ οὐδὲν π. Pl.R. 53ob ; go astray, be out of one's wits, Id.Ti. 27c, 71e ; λόγοι παραλλάσσοντες delirious, E.Hipp. 935 ; degenerate, decline,εἰς μοναρχίαν ἐπαχθῆ Plu. Rom.26
.7 to be superior to, c. gen., π. ἅλιος ἄστρων Epigr. ap. D.L.8.78 ;π. ταῖς ψυχαῖς Sosyl.1
J.; τῇ διαφορᾷ τοῦ καθοπλισμοῦ πρὸς τὴν χρείαν παραλλάττων superior in.., Plb.18.25.2 ;κατά τι Iamb.Comm.Math.8
.8 Geom., of figures, coincide partially when applied, Euc.1.8, 3.24, Aristarch.Sam.8.9 Astron., display parallax, Ptol.Alm.5.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλάσσω
-
2 παράλλαγμα
II difference, variation, Epicur.Nat.Herc.908.1,al., Str.2.1.35 (pl.), Plu.Num. 18 ;π. μηνιαῖον Gem.8.19
, al.; departure from the normal, Metrod. Herc.831.5,7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλλαγμα
-
3 παραλλακτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλακτικός
-
4 παραλλακτός
παραλλ-ακτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλακτός
-
5 παραλλαλή
παραλλ-ᾰλή, ἡ,A passing from hand to hand, transmission,πυρὸς παραλλαγαί A.Ag. 490
; change of position, movement, τὸ τάχος τῆς π., of the sun's apparent motion, Str.17.3.10.b Astrol., of a heavenly body, passing beyond the degree occupied by another, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).113.2 alternation, μυῶν παραλλαγαὶ καὶ νεύρων their alternate movements, Hp.Art.30 ; παραλλαγὰς τοῖς ποσὶν ἐποίουν, of dancers, Critias 36.4 interchange, διανοίας πρὸς αἴσθησιν π. interchange of intellect and sense, putting one for the other, Pl.Tht. 196c; π. προσώπων, πτώσεως, A.D.Pron.110.3, Synt.214.9.II difference between things,ποιεῖν τινα π. εὐοσμίας καὶ ἀοσμίας Thphr.HP6.6.5
;μεγάλας τὰς π. ποιεῖσθαι περί τι Plb.6.7.5
; μεγάλην ἔχειν π. D.S.5.37, cf. Plot.3.1.5 ;ἡ π. βραχεῖα Phld.Po.2.5
;ἡ π. ἡ [τοῦ ἀνθρώπου] πρὸς τὰ ἄλογα Arr.Epict.2.8.3
; κάλλους πρὸς αἶσχος ib.2.23.32.III variety, variation, Thphr.HP2.3.2 ;μεγεθῶν Epicur.Ep.1p.15U.
(pl.), al., cf. Chrysipp.Stoic.3.182, Ep.Jac.1.17, Cleom.1.7 ;γραμμῶν καὶ γωνιῶν Theol.Ar.63
; change of meaning,παραλλαγῶν κατὰ σύμβολον γινομένων Chrysipp.Stoic.2.258
, cf. 3.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλαλή
-
6 παραλλάξ
παραλλ-άξ, Adv.A alternately, in turn, S.Aj. 1087 ; ἀνάπαλιν καὶ π. Ti.Locr.95c; [ ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] π. Arist.Resp. 471a11 ; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. Id.Mir. 835a1 ; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8.II π. εἶναι, = παραλλάσσειν 11.1,ἐν τῇ γ π. εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete. 385b25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλάξ
-
7 παράλλαξις
A alternation: overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35 ;π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr.Sens.66
.II change, deviation, mutation, Pl.Ti. 22d, cf. Plt. 269e, Placit.1.7.33 (pl.);διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93
oa ; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1.2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al.b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη.. ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλλαξις
-
8 παραλλαττόντως
παραλλ-αττόντως, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλαττόντως
См. также в других словарях:
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
Θήβηθεν — και Θήβησθε και βοιωτ. τ. Θείβαθεν (Α) επίρρ. από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβη, παράλλ. τ. τού Θήβαι, + κατάλ. θεν, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
Θήβησιν — Θήβῃσιν (Α) επίρρ. στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. Θήβῃ τού Θήβη, παράλλ. τ. τού Θήβαι + τοπ. κατάλ. σι(ν)] … Dictionary of Greek
άμβικος — ο μεταγενέστερος τύπος τού άμβιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τής λ. άμβιξ] … Dictionary of Greek
άρεος — ἄρεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον Άρη 2. (το θηλ. ως κύριο όνομα) Άρέα (ενν. κρήνη) η πηγή του Άρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλλ. τ. του άρειος < Άρης] … Dictionary of Greek
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek
ίγδις — ἴγδις, εως και ἴγδη, ἡ (Α) 1. το γουδί 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη] … Dictionary of Greek
ίκκος — (5oς αι. π.Χ.). Αθλητής και δάσκαλος της γυμναστικής από τον Τάραντα. Αναφέρεται εγκωμιαστικά από τον σύγχρονό του, Πλάτωνα, και αργότερα από τον Παυσανία, ο οποίος τον θεωρούσε τον άριστο από τους γυμναστές της εποχής του. Ήταν ο πρώτος που… … Dictionary of Greek
ίκτηρ — ἴκτηρ, ος, ὁ (Α) ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος παράλλ. τ. τού ἴκτερος] … Dictionary of Greek
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ίλιγξ — ἴλιγξ, ιγγος ἡ (Α) 1. δίνη, συστροφή 2. ίλιγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι τού ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση τού ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ … Dictionary of Greek