Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παρακάτω

  • 1 дальше

    1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.
    2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•

    а дальше что было? και μετά τι έγινε;•

    что же -? και μετά;

    3. παρακάτω, κατωτέρω•

    пишите дальше γράφετε παρακάτω•

    дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.

    || περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•

    я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.

    εκφρ.
    дальше! – παρακάτω!•
    дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•
    не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > дальше

  • 2 далее

    далее παρακάτω, πιο πέρα, παραπέρα ◇ и так \далее (и т. д.) και τα λοιπά (κτλ.)
    * * *
    παρακάτω, πιο πέρα, παραπέρα
    ••

    и так да́лее (и т. д.) — και τα λοιπά (κτλ.)

    Русско-греческий словарь > далее

  • 3 далёкий

    I далёкий и далеко) μακρύτερα, παραπέρα, παρακάτω пойдёмте \далёкий πάμε παρακάτω 2. нареч. (потом) ύστερα, κατόπιν), μετά а \далёкий что? κ'ύστερα; II далёкий μακρινός, απομακ ρισμένος, απόμακρος
    * * *
    μακρινός, απομακρισμένος, απόμακρος

    Русско-греческий словарь > далёкий

  • 4 дальше

    дальше 1· (сравн. ст. от
    * * *
    1. сравн. ст. от далёкий и далеко
    μακρύτερα, παραπέρα, παρακάτω

    пойдёмте да́льше — πάμε παρακάτω

    2. нареч.
    ( потом) ύστερα, κατόπι(ν), μετά

    а да́льше что? — κ'ύσ-τερα

    Русско-греческий словарь > дальше

  • 5 дальнейший

    -ая, -ее, επ., επόμενος, ακόλουθος, κατοπινός, ο παραπέρα, ο παρακάτω•

    я отказываюсь от -их переговоров δε δέχομαι παραπέρα συνομιλίες•

    он не дал -их объяснений δεν ε’δοσε παραπέρα (περισσότερες) εξηγήσεις.

    εκφρ.
    в -ем – α) στο εξής, στο μέλλον, β) παρακάτω (στο βιβλίς, χειρόγραφο κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > дальнейший

  • 6 цель

    1. (рлк.) о στόχ/ος
    ложная - ψευδής/ψεύτικος -
    радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ
    2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχος
    η επιδίωξη
    прибор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούς
    - написания чего-л. η προθετικότητα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цель

  • 7 далее

    далее
    нареч
    1. παραπέρα, παρακάτω, περαιτέρω·
    2. (затем) ἀργότερα, Επειτα, σέ συνέχεια, ὑστερα· ◊ не \далее как вчера χθες ἀκόμα, μόλις χθές· и так \далее (и т. д.) καί τά λοιπά (κ.λ.π.).

    Русско-новогреческий словарь > далее

  • 8 дальнейший

    дальнейш||ий
    прил (последующий) ὁ ἐπόμενος, ὁ παρακάτω, ὁ παραπέρα, ἀκόλουθος, ἀπώτερος:
    в \дальнейшийем (в будущем) στό ἐξής, είς τό μέλλον до получения \дальнейшийих указаний μέχρι λήψεως νεωτέρων ὁδηγιών.

    Русско-новогреческий словарь > дальнейший

  • 9 дальше

    дальше
    1. (сравнит, ст. от далекий и далеко) μακρύτερα, πιό μακριά·
    2. нареч (потом) μετά, ὑστερα, ἐπειτα:
    что же \дальше? καί ἐπειτα;· \дальше он продолжал μετά (αὐτός) συνέχισε· ◊ не видеть \дальше своего носа δέν βλέπω πιό μακριά (или πέρα) ἀπ' τή μύτη μου· \дальше! (продолжайте) παρακάτω!, συνεχίστε!

    Русско-новогреческий словарь > дальше

  • 10 меньше

    меньше
    1. (сравнит, ст. от маленький, малый) μικρότερος, (ό)λιγώτερος, πιό λίγος:
    \меньше всех ὁ μικρότερος ἀπ' ὅλους·
    2. (сравнит, ст. от мало) (ό)λιγώ-τερο, πιό λίγο:
    \меньше всего́ τό ὀλιγώτερο, τό πιό λίγο ἀπ' ὀλα не больше не \меньше οὐτε παραπάνω ὁὔτε παρακάτω· как можно \меньше ὅσο τό δυνατόν λιγώτερο.

    Русско-новогреческий словарь > меньше

  • 11 нижеизложенныйследующий

    нижеизложенный||следующий
    прил παρακάτω, κάτωθι, κατωτέρω.

    Русско-новогреческий словарь > нижеизложенныйследующий

  • 12 поодаль

    поодаль
    нареч παρακάτω, παραπέρα, σέ κάποια ἀπόσταση.

    Русско-новогреческий словарь > поодаль

  • 13 шаг

    шаг
    м в разн. знач. τό βήμα, τό βάδισμα:
    дипломатический \шаг τό διπλωματικό διάβημα· ложный \шаг τό στραβοπάτημα· первые \шагй τά πρώτα βήματα· тихим \шагом μέ σιγανό βήμα· прибавить \шагу, ускорить \шаг ἐπιταχύνω τό βήμα· замедлить \шаг ἐπιβραδύνω τό βήμα· направить свой \шагй κατευθύνομαι· предпринимать \шагй ἐπιχειρώ διαβήματα· сделать первый (решительный) \шаг κάνω τό πρώτο (τό ἀποφασιστικό) βήμα· измерять \шагами μετρώ πόσα βήματα εἶναι· гигантскими \шага́ми μέ γιγαντιαία βήματα· черепашьим \шаго́м μέ ρυθμούς χελώνας· в нескольких \шага́х μερικά βήματα πιό πέρα· в двух \шага́х δυό βήματα παρακάτω· на каждом \шагу σέ κάθε βήμα· что ни \шаг σέ, κάθε βήμα του· \шаг за \шагом а) βήμα-βήμα (медленно)· б) βήμα προς βήμα (постепенно)· ни на \шаг, ни \шагу ὁὔτε βήμα· он из дома ни на \шаг (ни \шагу) δέν κάνει οὔτε βήμα ἀπ' τό σπίτι· нн на \шаг не отступать (не отходить) от кого́-чего́-л. δέν ἀπομακρύνομαι (или φεύγω) ὁὔτε βήμα ἀπό κάποιον ἀπό κάτι· ни -у назад! ὁὔτε βήμα πίσω!· \шагу ступить нельзя без того, чтобы... δέν μπορείς νά κάνεις βήμα χωρίς νά...· \шаг винта тех. ἡ βόλτα τής βίδας· гигантские \шагй спорт. ὁ ἀέροπεταστής.

    Русско-новогреческий словарь > шаг

  • 14 залить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•

    река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.

    || μτφ. γεμίζω•

    толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•

    бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.

    || μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•

    залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.

    2. χύνω, λερώνω•

    залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.

    3. σβήνω με νερό•

    залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.

    4. ρίχνω•

    залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•

    фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•

    -смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.

    || (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.
    5. γεμίζω, πληρώ με•

    залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.

    εκφρ.
    залить горе ή тоскуκ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.
    1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•

    луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.

    2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.
    3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα.

    Большой русско-греческий словарь > залить

  • 15 меньше

    1. συγκρ. β. του επ. милый κ. маленький μικρότερος•

    меньше всех μικρότερος όλων.

    2. συγκρ. β. του επίρ. мало λιγότερο•

    гораздо меньше πολύ λιγότερο•

    меньше всего το λιγότερο•

    ни больше ни меньше ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω•

    как можно меньше όσο το δυνατό λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньше

  • 16 много

    επίρ.
    1. πολύ•

    он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•

    много лет πολλά χρόνια•

    вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•

    много лучше πολύ καλύτερα.

    || (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•

    так много ? τόσο πολύ;•

    много ли? πολύ; (ποσό).

    2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•

    у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•

    он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•

    не очень много όχι πάρα πολύ•

    слишком много πάρα πολύ.

    3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•

    по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.

    εκφρ.
    по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•
    много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•
    ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•
    ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > много

  • 17 на...

    πρόθεμα
    I.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•

    нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).

    2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.
    3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•

    настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•

    накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.

    4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.
    II.
    Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.
    III.
    Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.
    IV.
    Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого.

    Большой русско-греческий словарь > на...

  • 18 ниже

    1. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.
    2. κάτω κατωτέρω•

    ниже истоков κάτω των πηγών.

    3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•

    колена κάτω από το γόνατο.

    εκφρ.
    ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•
    ниже нуля – κάτω από το μηδέν.
    σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε).

    Большой русско-греческий словарь > ниже

  • 19 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 20 объ...

    πρόθεμα αντί του «о...»
    Χρησιμοποιείται μπροστά από τα: «Е», «Ю», «Я» βλ. λέξεις αμέσως παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > объ...

См. также в других словарях:

  • παρακάτω — ΝΑ, και παρακάτου Ν (τοπ. επίρρ.) λίγο πιο κάτω ή λίγο πιο πέρα από ένα σημείο νεοελλ. 1. (σχετικά με κείμενο) στη συνέχεια, έπειτα, περαιτέρω 2. (με αρσ. άρθρο στον πληθ. ως ουσ.) οι παρακάτω α) οι επόμενοι, οι εξής β) αυτοί που βρίσκονται λίγο… …   Dictionary of Greek

  • παρακάτω — επίρρ. τοπ., λίγο πιο κάτω ή πιο πέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακάτω — παρά κατόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παρά κατόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • παρακάτι — το τόπος χαμηλός, το παρακάτω μέρος, παρακάτω («άψ , αδερφή μου, τα κεριά κι έβγα στο παρακάτι», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • Antónis Rémos — (Diogenis Studio d Athènes, janvier 2011) Nom Antónis Paschalídis Naissance …   Wikipédia en Français

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»