Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επίσης

  • 1 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 2 также

    также επίσης; και; \также не... ούτε...· я \также поеду θα πάω κι εγώ
    * * *
    επίσης; και

    та́кже не... — ούτε…

    я та́кже пое́ду — θα πάω κι εγώ

    Русско-греческий словарь > также

  • 3 тоже

    тоже επίσης; я \тоже иду και εγώ πηγαίνω
    * * *

    я то́же иду́ — και εγώ πηγαίνω

    Русско-греческий словарь > тоже

  • 4 также

    также
    нареч ἐπίσης:
    мы \также согласны καί μεϊς είμαστε σύμφωνοι, κι ἐμεϊς ἐπίσης συμφωνούμε.

    Русско-новогреческий словарь > также

  • 5 тоже

    тоже
    1. нареч ἐπίσης:
    он \тоже уехал κι· αὐτός (επίσης) ἔφυγε·
    2. частица разг:
    \тоже еще учитель нашелся! ἄλλος ήρθε νά μᾶς κάνει τόν δάσκαλο!

    Русско-новогреческий словарь > тоже

  • 6 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 7 опять

    επίρ.
    1. πάλι, ξανά, εκ νέου•

    опять же και πάλι.

    2. (απλ.)
    επίσης, το ίδιο. || (με το σύνδεσμο «но») όμως, αλλά.
    εκφρ.
    опять-таки – α) ακόμα μια φορά• εκ νέου. β) επίσης, το ίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > опять

  • 8 тоже

    επίρ. κ. μόριο• επίσης• ωσαύτως• το ίδιο, ομοίως, παρόμοια•

    и я тоже завтра уезжаю κι εγώ επίσης αύριο αναχωρώ.

    || (με αρνητική απόχρωση)•

    тоже умник нашлся! μας βρέθηκε κι ένας εξυπνάκιας!

    Большой русско-греческий словарь > тоже

  • 9 да

    да I
    частица
    1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:
    Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι
    2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:
    ну да! ναί!·
    3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:
    да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·
    4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:
    да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·
    5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):
    да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!
    да II
    союз
    1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):
    ты да я ἐσύ κι ἐγώ·
    2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:
    холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·
    3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:
    хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο.

    Русско-новогреческий словарь > да

  • 10 равно

    равно
    1. нареч (одинаково) уст. ὅμοια, τό ἰδιο:
    он поступает \равно со всеми σέ ὅλους φέρνεται τό ίδιο·
    2. предик безл (равняется) ἰσον:
    пять плюс три \равно восьми πέντε καί τρία ίσον ὁκτώ·
    3. союз καθώς, ὀπως καί:
    \равно как и... καθώς ἐπίσης καί...· ◊ все \равно... τό ἰδιο κάνει...· мне все \равно τό ίδιο μοῦ κάνει, μοῦ εἶναι ἀδιάφορο· это все \равно, что... εἶναι (τό ίδιο) σάν...

    Русско-новогреческий словарь > равно

  • 11 равн'ый

    равн|'ый
    прил ίσος, ὀμοιος:
    \равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον.

    Русско-новогреческий словарь > равн'ый

  • 12 также

    [τακζυ] ετίρ. επίσης

    Русско-греческий новый словарь > также

  • 13 тоже

    [τόζυ] εκίρ. επίσης

    Русско-греческий новый словарь > тоже

  • 14 также

    [τακζυ] ετίρ επίσης

    Русско-эллинский словарь > также

  • 15 тоже

    [τόζυ] επίρ επίσης

    Русско-эллинский словарь > тоже

  • 16 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 17 кочан

    κ. -чна α. κραμβολάχανο, το κεφάλι της κράμβης. || στάχυ καλαμποκιού με καρπό (καλαμπόκι) επίσης και χωρίς καρπό (κοτσάνι).

    Большой русско-греческий словарь > кочан

  • 18 обо...

    πρόθεμα χρησιμοποιείται αντί του «о...» κ. «об...»
    α) μπροστά από λέξη που αρχίζει από «Й»: обойти. β) μπροστά από δύο ή περισσότερα σύμφωνα: оборвать, обогнать, ободрать. γ) πριν από σύμφωνο που ακολουθεί «Ь»: обобью, оболью, обольстить βλ. λ.

    Большой русско-греческий словарь > обо...

  • 19 объ...

    πρόθεμα αντί του «о...»
    Χρησιμοποιείται μπροστά από τα: «Е», «Ю», «Я» βλ. λέξεις αμέσως παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > объ...

  • 20 поделать

    ρ.σ.μ.
    1. (λίγο) ασχολούμαι, κάνω•

    поделать гимнастику κάνω λίγο γυμναστική•

    опыты ασχολούμαι λίγο με τα πειράματα.

    2. ανεγείρω, χτίζω.
    εκφρ.
    что (же) поделать (-ешь) – τι να κάνω, τι να κάνεις (για αδυναμία μπροστά στά σε δύσκολη κατάσταση)•
    ничего не поделать – τίποτε δε μπορώ να κάνω (επίσης για δύσκολη κατάσταση).
    1. (απλ.) γίνομαι, καθίσταμαι (για όλους, πολλούς).
    2. συμβαίνω.
    3. (απλ.) σχηματίζομαι εμφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > поделать

См. также в других словарях:

  • ἐπίσης — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσης — (AM ἐπίσης και ἐπ’ ἴσης) επίρρ. εξίσου, με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. 1. επί πλέον, προς τούτοις («θέλω επίσης να μού φέρεις...») 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει ομοιότητα απόψεων, επιθυμιών κ.λπ. («κι εγώ επίσης») ή σε ανταπόδοση ευχών («καλή… …   Dictionary of Greek

  • επίσης — επίρρ. τροπ. 1. σε ίσο βαθμό, εξίσου, όμοια: Του αρέσει πολύ η επιστήμη του και η ποίηση επίσης. 2. επιπλέον: Άκου επίσης κι αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»