Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραιβάτις

См. также в других словарях:

  • παραιβάτις — παραβάτις woman who follows the reapers fem nom sg παραιβάτις one who stands beside fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβάτης — ο, θηλ. παραβάτις, ΝΜΑ, παλαιός αττ. τ. παραιβάτης, θηλ. παραιβάτις, λυρ. τ. παρβάτης, Α [παραβαίνω] 1. πρόσωπο που παραβιάζει, που παραβαίνει, που δεν εκτελεί κάτι («είναι παραβάτης τού νόμου») 2. επίορκος απέναντι στον Θεό, αμαρτωλός, ασεβής 3 …   Dictionary of Greek

  • παραιβάτης — ὁ, θηλ. παραιβάτις, ιδος, Α (ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβάτης …   Dictionary of Greek

  • παραιβάτιν — παραβάτις woman who follows the reapers fem acc sg παραιβάτις one who stands beside fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»