-
1 παραγωγη
ἥ1) плавание вдоль берега, каботажная перевозка2) фланговое движение Xen., Polyb.3) высадка на берег(τέν παραγωγέν ποιεῖσθαι Polyb.)
4) скользящее (бесшумное) движение(π. τῶν κωπῶν Xen.)
5) завлеканиеἡ τῆς ἀπάτης π. Her. — хитрый обман
6) увертка, попытка увернуться(π. τοῦ πράγματος Dem.)
; отговорка, оттяжка, уловка(περιπλοκαὴ καὴ παραγωγαί Plut.)
7) отклонение, отступление, нарушениеαἱ παρά τι παραγωγαί Plat. — нарушения (отступления от) чего-л.
8) разновидность, ( о языке) наречие, диалектγλῶσσαν οὐ τέν αὐτέν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων Her. — (ионийцы) пользуются не одним и тем же языком, а четырьмя видами наречий
9) грам. парагога, слоговое или буквенное приращение в конце слова10) грам. словопроизводство -
2 παραγωγή
η1) производство;η βιομηχανική παραγωγή — промышленное производство;
τα έξοδα παραγωγήζ — издержки производства;
μέσα παραγωγής — средства производства;
η κατά κεφαλήν ( — или κατ' άτομο) παραγωγή — производство на душу населения;
2) урожай;3) творчество;η λογοτεχνική παραγωγή — литературное творчество;
4) грам, образование (слов и т. п.);5) спорт., воен, колонна;βάδισμα κατά παραγωγή — движение колонной;
τα πλοία πλέουν εις γραμμήν παραγωγής мор. — корабли идут кильватерной колонной
-
3 παραγωγή
[парагоги] ουσ. Θ. производство, выработка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραγωγή
-
4 παραγωγή
[парагоги] ουσ θ производство, выработка. -
5 προσχηματισμος
ὅ (= παραγωγή См. παραγωγη) грам. слоговое удлинение (напр. в τουτονί) -
6 αντιπαραγωγη
ἥ1) движение против (кого-л.)(τῶν στρατοπέδων ἀντιπαραγωγαί Polyb.)
2) параллельное (противнику) движение3) враждебность, неприязнь(πρός τινα Polyb.)
-
7 αγαθό(ν)
τό1) благо, добро;παραγωγή υλικών αγαθών — производство материальных благ;
όλα τα αγαθά τού πολιτισμού — все блага цивилизации;
2) πλ. добро, имущество;έχει όλα τα αγαθά — он имеет всё
-
8 αγαθό(ν)
τό1) благо, добро;παραγωγή υλικών αγαθών — производство материальных благ;
όλα τα αγαθά τού πολιτισμού — все блага цивилизации;
2) πλ. добро, имущество;έχει όλα τα αγαθά — он имеет всё
-
9 απόσπαση
[-ις (-εως)] η1) отрывание; вырывание; отрыв (тж. перен.);χωρίς απόσπαση απ' την παραγωγή — без отрыва от производства;
2) отделение; отламывание, откалывание;3) отвлечение (от чего-л.); 4) перен. временный перевод (по службе); 5) отход, отступничество -
10 αφομοιώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) ассимилировать, усваивать;αφομοιώνω την τροφή — усваивать пищу;
2) осваивать, овладевать;αφομοιώνω την παραγωγή — осваивать производство;
αφομοιώνω την ΰλη — усваивать материал (учебный);
1) — ассимилироваться, усваиваться;αφομοιώνομαι [-ούμαι (ο)]
2) ассимилироваться, смешиваться (о населении) -
11 ελαττώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) сокращать, уменьшить; снижать;την παραγωγή — сокращать производство;ελαττώνω τό προσωπικό — сокращать штаты;
ελαττώνω τίς τιμές — снижать цены;
ελαττώνω τό βάρος — уменьшить вес;
ελαττώνω την ταχύτητα — сбавлять скорость;
να ελαττώσεις το πιοτό (τό κάπνισμα) — тебе надо меньше пить (курить);
να ελαττώσεις τα έξοδά σου — тебе надо сократить расходы; — тебе надо разумней расходовать деньги;
μου ελάττωσαν τη σύνταξη мне урезали пенсию;2) смягчить (наказание, приговор); ослаблять; умерять;ελαττώνω την προσοχή — ослаблять внимание;
ελαττώνω τό ζήλο — охлаждать пыл;
1) — сокращёться, уменьшиться, снижаться; — убывать;ελαττώνομαι [-οβμαι]
2) уменьшаться, ослабевать; быть смягчённым (о наказании, приговоре);ελαττώθηκε ο ζήλος του — пыл его остыл;
ελαττώθηκε η ανεργία — безработица сократилась;
ο πυρετός ελαττώθηκε — температура снизилась;
η αυτοπεποίθηση του ελαττώθηκε από τίς αποτυχίες — неудачи сделали его менее самоуверенным
-
12 εφαρμόζω
1. μετ.1) прилаживать, приспосабливать; пригонять, подгонять; 2) применять, вводить в употребление; внедрять; осуществлять, реализовать;εφαρμόζω στην πράξη — применять на практике;
εφαρμόζω στην παραγωγή — внедрить в производство;
3) тех собирать, монтировать;2. αμετ. 1) подходить, годиться;δεν εφαρμόζει το κλαδί — ключ не подходит;
2) сидеть, облегать (об одежде);αυτό το φόρεμα εφαρμόζει καλά στο σώμα — это платье хорошо облегает фигуру
-
13 κοινωνικός
η, ό[ν]1) общественный, социальный;κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;
κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;
κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;
κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;
κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);
κοινωνική παραγωγή — общественное производство;
κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;
κοινωνική θέση — социальное положение;
κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;
2) общительный;κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер
-
14 μαζικός
I, ή, ό[ν]1) массовый, для масс;μαζική οργάνωση — массовая организация;
μαζικό τραγούδι — массовая песня;
μαζική παραγωγή — массовое, серийное производство;
2) общий, совместный, коллективный;έχουμε το μαγαζί μαζικό — этим магазином мы владеем сообща
μαζικός2II, ή, ό[ν] уст. грудной, относящийся к груди -
15 μικροεμπορευματική
η:παραγωγή μικροεμπορευματική — мелкотоварное производство
-
16 ολικός
-
17 ομαδικός
-
18 προγραμματισμένες
η, ο[ν] запрограммированный, включённый в план, программу, запланированный; плановый;προγραμματισμένεςη παραγωγή — плановое производство
См. также в других словарях:
παραγωγή — leading by fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
παραγωγή — η 1. το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων: Το ύψος της γεωργικής παραγωγής επηρεάζει τη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων της. 2. (γλωσσ.), σχηματισμός μιας λέξης από άλλη: Παραγωγή των ουσιαστικών, των ρημάτων κτλ. 3. (λογ.), διανοητική πορεία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγωγῇ — παραγωγῆι , παραγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) παραγωγή leading by fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγῆ — παραγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual παραγωγεύς introducer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλουχία — Παραγωγή και έκκριση γάλακτος μετά τον τοκετό. Όταν ένα μωρό βυζαίνει τη θηλή της μητέρας του, ρέει γάλα που παράγεται σε αδένες που βρίσκονται στο πίσω μέρος του μαστού, σε μικροσκοπικούς σάκους που καλούνται γαλακτοφόροι πόροι. Η πίεση από τον… … Dictionary of Greek
αγαμογένεση — Παραγωγή νέου όντος όχι από συνένωση δύο κυττάρων (γαμετών ή γενετήσιων κυττάρων) αλλά από ένα, που λέγεται αγαμέτης. Η α. συναντάται σε πολλά πρωτόζωα. Λέγεται και αγαμογονία … Dictionary of Greek
παραγωγαῖς — παραγωγή leading by fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγαί — παραγωγή leading by fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγήν — παραγωγή leading by fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγωγῶν — παραγωγή leading by fem gen pl παραγωγός misleading masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)