-
1 παραγναθίδες
παραγναθίςcheekpiece: fem nom /voc pl -
2 φάλαρον
A boss or disc, mostly in pl., once in Hom., βάλλετο δ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ' εὐποίηθ', of metal bosses on a helmet, Il. 16.106; (lyr.).II pl., cheek-pieces of a horse's head-stall (expld. byπαραγναθίδες Hsch.
,τὰ τῶν γνάθων σκεπάσματα Phot.
), Hdt.1.215, E.Supp. 586, X.HG 4.1.39, Ptol.Euerg.9J.; but φάλαρα is a gloss inἀμπυκτήρια φ. πώλων S.OC 1069
(lyr.); cf. Lat. phalerae.2 bandages for the cheek, Heliod. ap. Orib.48.44, Sor.Fasc.18.III metaph., ornaments, Plu.2.528a, D.Chr.78.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάλαρον
См. также в других словарях:
παραγναθίδες — παραγναθίς cheekpiece fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
πέτασος — Ονομασία καλύματος της κεφαλής στην αρχαιότητα. Ήταν πλατύγυρος και κατασκευαζόταν από πίλημα, δέρμα ή άχυρα. Δενόταν κάτω από το σαγόνι με παραγναθίδες. Ο π. προφύλασσε από τη βροχή και τον ήλιο και αποτελούσε το σύμβολο των οδοιπόρων. * * * ο,… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
παραγναθίδιος — α, ο / παραγναθίδιος, ον, ΝΜ [παραγναθις, ίδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραγναθίδες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραγναθίδιο τμήμα τού χαλινού τών αλόγων το οποίο ανέρχεται από το άκρο τού στόματος μέχρι το πάνω τμήμα τής κεφαλής μσν.… … Dictionary of Greek
φαβορίτα — η, Ν συν. στον πληθ. οι φαβορίτες·οι παραγναθίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. favoris < ιταλ. favorire «ευνοώ, βοηθώ» (< λατ. favor «εύνοια, χάρη»)] … Dictionary of Greek
χαλινίσκος — ο, Ν απλός τύπος χαλινού αποτελούμενος μόνον από υποστόμιο παραχαλινίδας, παραγναθίδες, κορυφαία, υποδέραιο, προμετωπίδιο, περιστόμιο και από τους ρυτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. ίσκος*] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek