-
1 нарушить
-
2 нарушать
нарушатьнесов1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:\нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:\нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα. -
3 нарушить
-щу, -шишь ρ.σ.μ.1. (δια)ταράσσω χαλνώ•нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•
нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•
вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.
2. παραβιάζω•нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.
|| παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•нарушить закон παραβαίνω το νόμο•
нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.
|| διασαλεύω•нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.
3. καταστρέφω.διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
4 нарушать
1. (мешать нормальному действию, состоянию) διαταράσσωταράζωενοχλώ2. (прерывать) διακόπτω 3. (не соблюсти, переступать) παραβιάζω, καταπατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушать
-
5 правило
ο κανόν/αςаукционные - а - ες δημοπρασίας/πλειστηριασμού- а безопасности - ες ασφαλείας, οι κανονισμοί ασφαλείαςтройное - мат. η μέθοδος των τριών- а уличного движения ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας (К.О.К.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правило
-
6 указание
1. (сведение, сообщение) η ένδειξη 2. (инструкция, совет, замечание) η οδηγί/α, η κατεύθυνση, η υπόδειξηнеправильные - я λανθασμέ-νες/λάθος - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > указание
-
7 устойчивость
1. (неизменность, постоянность) η σταθερότηταη ευστάθεια-кадра кфт. - της εικόναςпоперечная - ав. εγκάρσια -продольная - ав. διαμήκης -2. (невосприимчивость к воздействиям) η σταθερότητα, η μη αποδοχή της επίδρασης, η αντοχή 3. (способность твердо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) η σταθερότητα, η ευστάθεια 4. (жёсткость конструкции) η στιβαρότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивость
-
8 вламываться
вламыватьсянесов разг ἐΐσορμώ, μπουκάρω, μπαίνω ἀπότομα, ἐνσκήπτω:\вламываться в дверь παραβιάζω τήν πόρτα. -
9 дверь
двер||ьж ἡ πόοτα, ἡ θύρα:парадная \дверь ἡ κυρία είσοδος· ◊ выставить кого́-либо за \дверь βγάζω ἐξω, δίνω τά παπούτσια στό χέρι· показать на \дверь кому́-л. διώχνω, δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον при закрытых \дверьях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, μέ κλειστές τίς πόρτες1 ломиться в открытую \дверь παραβιάζω ἀνοιχτή θύρα, ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα. -
10 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία. -
11 переступать
переступатьнесов, переступить сов1. ὑπερπηδώ, διαβαίνω, περνώ:\переступать порог περνώ τό κατώφλι·2. перен βιάζω, παραβιάζω:\переступать границы ὑπερβαίνω τά ὀρια, παρεκτρέπομαι· ◊ едва переступа́ть ногами σέρνομαι μετά βίας· переступать с ноги на йогу στηρίζομαι πότε στό ἕνα πόδι πότε στό ἀλλο. -
12 правило
пра́вил||ос1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:\правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή. -
13 break
[breik] 1. past tense - broke; verb1) (to divide into two or more parts (by force).) σπάζω, κομματιάζω2) ((usually with off/away) to separate (a part) from the whole (by force).) χωρίζω, ανοίγω3) (to make or become unusable.) χαλώ4) (to go against, or not act according to (the law etc): He broke his appointment at the last minute.) αθετώ, παραβιάζω5) (to do better than (a sporting etc record).) καταρρίπτω, σπάζω6) (to interrupt: She broke her journey in London.) διακόπτω7) (to put an end to: He broke the silence.) σπάζω8) (to make or become known: They gently broke the news of his death to his wife.) ανακοινώνω9) ((of a boy's voice) to fall in pitch.) χοντραίνω, «βαθαίνω»10) (to soften the effect of (a fall, the force of the wind etc).) ανακόπτω, κοπάζω11) (to begin: The storm broke before they reached shelter.) ξεσπώ2. noun1) (a pause: a break in the conversation.) παύση, διακοπή, διάλειμμα2) (a change: a break in the weather.) αλλαγή3) (an opening.) άνοιγμα4) (a chance or piece of (good or bad) luck: This is your big break.) ευκαιρία•3. noun((usually in plural) something likely to break.) εύθραυστο αντικείμενο- breakage- breaker
- breakdown
- break-in
- breakneck
- breakout
- breakthrough
- breakwater
- break away
- break down
- break into
- break in
- break loose
- break off
- break out
- break out in
- break the ice
- break up
- make a break for it -
14 infringe
[in'frin‹](to break (a law etc) or interfere with (a person's freedom or rights).) παραβιάζω,καταπατώ -
15 jump the queue
(to move ahead of others in a queue without waiting for one's proper turn: Many wealthy or important people try to jump the queue for hospital beds.) παραβιάζω την ουρά / τη σειρά προτεραιότητας -
16 pick
I 1. [pik] verb1) (to choose or select: Pick the one you like best.) διαλέγω2) (to take (flowers from a plant, fruit from a tree etc), usually by hand: The little girl sat on the grass and picked flowers.) μαζεύω3) (to lift (someone or something): He picked up the child.) σηκώνω(από κάτω)4) (to unlock (a lock) with a tool other than a key: When she found that she had lost her key, she picked the lock with a hair-pin.) παραβιάζω(κλειδαριά)2. noun1) (whatever or whichever a person wants or chooses: Take your pick of these prizes.) ό,τι επιθυμείς2) (the best one(s) from or the best part of something: These grapes are the pick of the bunch.) (το)καλύτερο•- pick-up
- pick and choose
- pick at
- pick someone's brains
- pick holes in
- pick off
- pick on
- pick out
- pick someone's pocket
- pick a quarrel/fight with someone
- pick a quarrel/fight with
- pick up
- pick up speed
- pick one's way II [pik] noun((also (British) pickaxe, (American) pickax - plural pickaxes) a tool with a heavy metal head pointed at one or both ends, used for breaking hard surfaces eg walls, roads, rocks etc.) αξίνα -
17 беззаконие
-я ουδ.1. ανομία, ανυπαρξία νόμων•совершить беззаконие παραβιάζω τους νόμους.
2. ανόμημα, παραβίαση των ηθικών νόμων παρανομία•творить -я διαπράττω ανομήματα.
-
18 выбить
-бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•выбить стекло σπάζω το τζάμι•
выбить дверь σπάζω την πόρτα•
выбить зуб σπάζω το δόντι.
|| εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας•выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.
3. καταστρέφω, χαλνώ•рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,
4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,εκφρ.выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•
выбить из долгов ξεχρεώνομαι.
2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).εξέχω•волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.
εκφρ.выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι. -
19 график
-а α.1. διάγραμμα•график движения поездов διάγραμμα κίνησης των τραίνων.
2. πρόγράμμα εργασίας•работать по -у εργάζομαιμε πρόγραμμα•
выйти из -а παραβιάζω το πρόγραμμα.
3. χαράκτης, σχεδιογράφος• καλλιγράφος. -
20 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παραβιάζω — παραβιάζω, παραβίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek
παραβιάζω — παραβίασα, παραβιάστηκα, παραβιασμένος 1. ανοίγω κάτι με τη βία: Οι κλέφτες παραβίασαν την πόρτα του σπιτιού. 2. αθετώ συμφωνία, παραβαίνω νόμο: Το Σύνταγμα της Ελλάδας παραβιάστηκε πολλές φορές. 3. κάνω κάποιον να βιαστεί, πιέζω, στενοχωρώ πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβιάζω — παραβιάζομαι do pres subj act 1st sg παραβιάζομαι do pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβίαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβιάζω, η με βίαιο τρόπο εισχώρηση ή διέλευση από κάπου 2. διάνοιξη κλειστού χώρου ή αντικειμένου με τη βία, διάρρηξη («παραβίαση τού χρηματοκιβωτίου») 3. (σχετικά με νόμο, καθιερωμένη τάξη, δίκαιο, έθιμο … Dictionary of Greek
παρασπονδώ — παρασπονδῶ, έω, ΝΑ [παράσπονδος] παραβαίνω, παραβιάζω συνθήκες, αθετώ συμφωνία αρχ. 1. καταπατώ συνήθειες και έθιμα 2. προδίδω την πίστη που οφείλω σε κάποιον 3. (σχετικά με λατρευτικά είδωλα) βλασφημώ, προσβάλλω 4. φρ. «παρασπονδῶ πίστεις… … Dictionary of Greek
αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… … Dictionary of Greek
ανακογχυλιάζω — ἀνακοχγυλιάζω (Α) 1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του 2. κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κογχυλιάζω < κογχύλιον. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν] … Dictionary of Greek
αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα … Dictionary of Greek
απαραβίαστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο» «το απαραβίαστο των επιστολών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + παραβιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό… … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek