Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παραίτιος

См. также в других словарях:

  • παραίτιος — being in part the cause masc/fem nom sg παραιτητής intercessor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίτιος — α, ο / παραίτιος, ον, Α θηλ. και ία, ΝΜΑ ο αίτιος, ο υπεύθυνος για κάτι εν μέρει ή απόλυτα, υπαίτιος αρχ. συνεργός εγκλήματος, συνένοχος («ἐτιμωρήσατο δὲ καὶ ὅσοι τοῡ φόνου παραίτιοι καθεστήκεσαν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἴτιος] …   Dictionary of Greek

  • παραίτιον — παραίτιος being in part the cause masc/fem acc sg παραίτιος being in part the cause neut nom/voc/acc sg παραιτητής intercessor masc acc sg παραιτητής intercessor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίοις — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut dat pl παραιτέομαι beg of pres opt act 2nd sg (doric) παραιτητής intercessor masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίου — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut gen sg παραιτητής intercessor masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίους — παραίτιος being in part the cause masc/fem acc pl παραιτητής intercessor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίων — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut gen pl παραιτέομαι beg of pres part act masc nom sg (doric) παραιτητής intercessor fem gen pl παραιτητής intercessor masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιτίῳ — παραίτιος being in part the cause masc/fem/neut dat sg παραιτητής intercessor masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίτια — παραίτιος being in part the cause neut nom/voc/acc pl παραιτητής intercessor neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίτιοι — παραίτιος being in part the cause masc/fem nom/voc pl παραιτητής intercessor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»