Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραίρημα

См. также в других словарях:

  • παραίρημα — edge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίρημα — τὸ, Α [παραιρώ] 1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα 2. ταινία, λωρίδα …   Dictionary of Greek

  • παραιρημάτων — παραίρημα edge neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρήμασι — παραίρημα edge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρήματα — παραίρημα edge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρήματος — παραίρημα edge neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»