Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραρρίπτω

См. также в других словарях:

  • παραρρίπτω — ΝΑ, παραρριπτῶ, έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ νεοελλ. 1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα») 2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • παραρρῖψαι — παραρρίπτω throw aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρῖψαι — παραρρίπτω throw aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερρῖφθαι — παραρρίπτω throw perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίπτει — παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres imperat act 2nd sg (attic epic) παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres ind act 3rd sg παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίπτῃ — παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj mp 2nd sg παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίψει — παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw aor subj act 3rd sg (epic) παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw fut ind mid 2nd sg παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρίπτῃ — παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj mp 2nd sg παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερρίφη — παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw plup ind act 3rd sg (doric aeolic) παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw plup ind act 1st sg παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραριπτόμενον — παραρῑπτόμενον , παραρρίπτω throw pres part mp masc acc sg παραρῑπτόμενον , παραρρίπτω throw pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρριπτεῖ — παραρρῑπτεῖ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) παραρρῑπτεῖ , παραρρίπτω throw pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»