-
1 παρίσταμαι
παρίστημιcause to stand: pres ind mp 1st sg -
2 παρίσταμ'
παρίσταμαι, παρίστημιcause to stand: pres ind mp 1st sg -
3 παραστάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστάνω
-
4 παράστασις
I ([etym.] παρίστημι) putting aside, removal, esp. relegation, banishment,π. ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα Pl.Lg. 855c
; ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς π. αὐτῶν, i.e. to ostracize them, Arist.Pol. 1308b19 ; παράστασις· φυγή, καὶ τὸ φυγαδεῦσαι παραστήσασθαι, Hsch.3 generally, setting forth, exhibition, manifestation, εἰς τύπωσιν καὶ π. Phld.Rh.2.34 S. ; πρὸς παράστασίν τινος placing before one, representation, Arr.Epict.2.19.1, Corn. ND12, Sor.Vit.Hp. 12, cf. Porph.Antr.4, Procl. in Prm.p 504 S., Dam. Pr.46, 301 ;κατὰ ἀπόφασιν ὧν οὐκ ἔστιν, οὐ κατὰ παράστασιν ὧν ἐστι προσηγόρευται Porph.Sent.19
.6 ἡ π. τῶν δημοσίων the provision of public sacrificial victims, i. e. the revenues earmarked for that purpose, SIG562.68 (Paros, iii B. C.).II ([etym.] παρίσταμαι) intr., being beside:3 assistance, succour, JHS37.101 (Lydia, ii A. D.) ; manifestation of divinity, SIG695.12 (Magn. Mae., ii B. C.) ; αἱ τῶν εἰδώλων π. Placit.5.2.1.5 room, space for standing, οὐχ ἕξει π. Ph.Bel.85.3, cf. D.S.20.91 : in pl., free spaces adjoining a line of wall, SIG1182.5,10( = 936 note, Ephesus, iii B.C.).7 mental excitement, ardour, exaltation,μεγίστη π. εἶχέ τινας, ὡς δικαίως πράττοντας Plb.5.9.6
;μετὰ παραστάσεως ἠσπάζετο Id.10.5.4
.b desperate courage, ὁρμὴ καὶ π. Id.3.63.14 ;μετὰ παραστάσεως ἠγωνίζοντο Id.16.33.2
;ἡ ἐν ταῖς βασάνοις π. τῆς ψυχῆς D.S.10.17
, cf. J.BJ2.20.7.c fury, desperation, τὸ λυποῦν ἤγαγ' ἐς π. Antiph.104, cf. Plb.8.21.4, 9.40.4 ;ἡ π. τῆς διανοίας Id.3.84.9
.d propensity, desire, ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς π. Men.540.8 ; ἄλογος π. Epicur.Ep. 1p.30U. ;π. πρός τινα Id.Fr. 138
;π. ψυχῆς πρὸς ἐλευθερίαν D.S.33.16
; impulse, Plu.2.589a ; ἡ π. τῆς ψυχῆς, as gloss on λῆμα, Ps.-Hdn.Gr. post Moer.p.470 P.III as law-term, money deposit, court fee on entering certain public suits, And.1.120, Is.3.47, Dem.Phal.Fr.7 J. ;π., μία δραχμή Men.327
, cf. Com.Adesp.778, Harp. s.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράστασις
-
5 παραστάς
A anything that stands beside: pl. παραστάδες, doorposts,παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Cratin. 42
, cf. IG22.1668.32, Poll.1.76, Hsch.; also, pilasters or returns which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, τὰς λευκολίθους π. CIG2782.29 ([place name] Aphrodisias): also in sg., Vitr.10.10.2: pl., of the wings of a stage, Callix.2.2 space enclosed between the παραστάδες, vestibule or entrance of a temple or house, in pl., E.Ph. 415, IT 1159, X.Hier.11.2, IG22.1672.131, 186, Poll.7.122 : also in sg., E.Andr. 1121, IG12.372.73, SIG307.12 (Iasos, iv B. C.), Supp.Epigr.4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.) ; of a bath, S.E.P.1.110, 2.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστάς
-
6 παραστήκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστήκω
-
7 παράστημα
παράστημα, ατος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] παράστᾱμα IG42(1).109 ii 147, 155 (Epid., iii B. C.), 5(2).515 Ba ([place name] Megalopolis) ; later Gr. [full] παράστεμα Ath.Mitt.9.222 ([place name] Mesambria): ([etym.] παρίσταμαι):—A statue placed beside another, IG42(1).ll.cc. (pl.), Ath.Mitt. l.c.2 = παραστάς 2,τοῦ προναίου IG5(2)
.l.c.II = παράστασις 11.7, π. τῆς ψυχῆς desperate courage, exaltation, D.S.17.11, D.H.Dem.22, J.BJ2.18.4, S.E. M.5.66 ;εὐγενῆ παραστήματα λαβόντες D.S.26.14
, cf. Longin.9.1, Ph.2.220 ; θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα divine inspiration, D.H.8.39.2 in pl., principles, maxims, M.Ant.3.11.III of Time, present moment, Porph.Sent.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράστημα
-
8 παρίστημι
παρ-ίστημι, aor. 2 παρέστην, subj. du. παρστήετον, opt. παρσταίη, part. παρστάς, perf. παρέστηκε, inf. παρεστάμεναι, plup. 3 pl. παρέστασαν, mid. pres. παρίσταμαι, imp. παρίστασο, ipf. παρίστατο, fut. inf. παραστήσεσθαι: only intrans. forms in Homer (aor. 2 and mid.), come and stand by or near (esp. the part. παραστάς), come up to, draw near, (perf.) stand by or near; the approach may be with either friendly or hostile intent, and the subj. may be a thing (lit. or fig.), νῆες, θάνατος, μοῖρα, Il. 7.467, Π , Od. 24.28.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρίστημι
См. также в других словарях:
παρίσταμαι — παρίσταμαι, (να παραστώ) βλ. πίν. 159 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρίσταμαι — παρίστημι cause to stand pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσταμ' — παρίσταμαι , παρίστημι cause to stand pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
αντιπροσωπεύω — 1. είμαι αντιπρόσωπος κάποιου, παρίσταμαι ή ενεργώ εξ ονόματος του και για λογαριασμό του 2. έχω τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός συνόλου στο οποίο ανήκω … Dictionary of Greek
εμπαρίσταμαι — ἐμπαρίσταμαι (Α) παρίσταμαι μέσα στον ίδιο χώρο με κάποιον … Dictionary of Greek
ενοικώ — (AM ἐνοικῶ, έω) [ένοικος] 1. κατοικώ, μένω σ έναν τόπο (κατοικία, πόλη κ.λπ.) 2. παρίσταμαι κάπου 3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («ὅσοι ἐνῳκήκασιν ἐν τοῑς φυσικοῑς» όσοι έχουν ασχοληθεί με τα σχετιζόμενα με τη φύση, Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
ξεβγαίνω — (Μ ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω) 1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο νεοελλ. 1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις τού κατεστημένου, χειραφετούμαι 2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι μσν. 1. φεύγω από κάπου με… … Dictionary of Greek