-
1 παρέτμηξεν
παρά-τμήγωcut: aor ind act 3rd sg -
2 παρα-τμήγω
παρα-τμήγω, = παρατέμνω, Hesych., der παρέτμηξεν durch παρηφάνισεν erkl.
-
3 παρατμήγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατμήγω
См. также в других словарях:
παρέτμηξεν — παρά τμήγω cut aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατμήγω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατέμνω, καταστρέφω» και «παρέτμηξεν ἐξηφάνισεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τμήγω «τέμνω, κόπτω, σχίζω»] … Dictionary of Greek