-
1 παρατμήγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατμήγω
См. также в других словарях:
παρατμήγω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατέμνω, καταστρέφω» και «παρέτμηξεν ἐξηφάνισεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τμήγω «τέμνω, κόπτω, σχίζω»] … Dictionary of Greek