-
1 παρέστιος
παρέστιοςby: masc /fem nom sg -
2 παρέστιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέστιος
-
3 παρέστιον
παρέστιοςby: masc /fem acc sgπαρέστιοςby: neut nom /voc /acc sg -
4 παρεστίους
παρέστιοςby: masc /fem acc pl -
5 παρέστια
παρέστιοςby: neut nom /voc /acc pl -
6 παρέστιοι
παρέστιοςby: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
παρέστιος — by masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιος — α, ο / παρέστιος, ον ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παρέστιον — παρέστιος by masc/fem acc sg παρέστιος by neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεστίους — παρέστιος by masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστια — παρέστιος by neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέστιοι — παρέστιος by masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραστιά — και παριστιά, η η εστία τού σπιτιού, αλλ. γωνιά, παραγώνι, στιά, τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέστιος (< παρ[α] * + ἑστία) ή < πυρέστιος (< πῦρ + ἑστία) με παρετυμολογική επίδραση τής πρόθεσης παρά] … Dictionary of Greek