-
1 παρά-σημον
παρά-σημον, τό, Zeichen, Abzeichen, Wappen, z. B. eines Schiffes, Plut., einer Stadt, sept. sap. conv. 18, πόλεως, neben σύμβολον, de Pyth. or. 12; vgl. Alexis bei Ath. XIV, 652 c; Zeichen eines Amtes od. einer Würde, τὰ τῆς ἡγεμονίας παράσημα, Plut. Anton. 33; Ath. XIV, 514 a u. a. Sp.
-
2 παράσημον
παρά-σημον, τό, Zeichen, Abzeichen, Wappen, z. B. eines Schiffes, einer Stadt; Zeichen eines Amtes od. einer Würde -
3 παρασημον
τό1) отметка сбоку, пометка на полях, значок(παράσημα ποιεῖσθαι Arst.)
2) отличительный знак (герб и т.п.)(πόλεως, τῆς νεώς Plut.)
3) знак различия или достоинства(ἀρχῆς καὴ δυναστείας Plut.)
4) признак(τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.)
См. также в других словарях:
σύσσημο — το / σύσσημον ΝΑ διακριτικό σήμα, σύμβολο αρχ. 1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ) 2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά 3. διακριτικό σημάδι,… … Dictionary of Greek