-
1 παρά-βολος
παρά-βολος, daran oder auf's Spiel setzend, wagend, waghalsig, nach Phryn. in B. A. 60, 16 ὁ ἐπ' οὐδενὶ δικαίῳ παραβαλλόμενος τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπιτιμίαν; so Ar. Vesp. 192; Plut. u. Sp.; dem τολμηρός entsprechend, Luc. Alex. 4. – Auch von Sachen, gewagt, mißlich, gefährlich, ἔργον παράβολον, Her. 9, 45; καὶ χαλεπὸν πρᾶγμα, Isocr. 6, 49; Pol. 18, 36, 1; τὰ παραβολώτατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 10, 2, 4; τὸ παράβολον, die kühne Entschlossenheit, καὶ τόλμα, 3, 61, 6; τόποι, gefährliche Orte, 4, 13, 19; καὶ ἐπισφαλές, 10, 20, 6. – Adv. παραβόλως, οἱ παραβόλως πλέοντες, Men. bei Stob. fl. 59, 14, διδοὺς ἑαυτὸν εἰς τοὺς κινδύνους, Pol. 3, 17, 8, καὶ τεϑαῤῥηκότως, 1, 44, 6; aber auch mit ἀνελπίστως verbunden, 1, 23, 7, plötzlich, unerwartet, wie durch ein Wagstück. – Τὸ παράβολον, später παραβόλιον, das Succumbenzgeld, das bei Appellationen bezahlt wurde, Böckh ath. Staatshaush. I p. 386, übh. Unterpfand, Poll. 8, 63.
-
2 φιλο-παρά-βολος
φιλο-παρά-βολος, gern wagend, sich gern in Gefahr stürzend, Sp.; adv. φιλοπαραβόλως, Plut. Philop. 9.
-
3 παράβολος
παρά-βολος, daran oder aufs Spiel setzend, wagend, waghalsig. Auch von Sachen: gewagt, mißlich, gefährlich; τὸ παράβολον, die kühne Entschlossenheit; τόποι, gefährliche Orte; mit ἀνελπίστως verbunden: plötzlich, unerwartet, wie durch ein Wagstück. Τὸ παράβολον, später παραβόλιον, das Succumbenzgeld, das bei Appellationen bezahlt wurde -
4 παραβολος
21) смелый, отважный(ἐν ταῖς μάχαις Diod.)
2) опасный, рискованный(ἔργον Her.; πρᾶγμα Isocr., Plut.; τόποι Polyb.)
-
5 φιλοπαράβολος
φιλο-παρά-βολος, gern wagend, sich gern in Gefahr stürzend -
6 ἀνδίκα
A = ἀναδίκη), Hsch. -
7 κεντέω
Grammatical information: v.Meaning: `sting' (Pi.).Other forms: aor. κένσαι (Ψ 337), κεντῆσαι (Hp., κέντᾱσα Theoc. 19, 1), pass. κεντηθῆναι (Arist.) with κεντηθήσομαι (Hdt.), κεντήσω (S.), κεκέντημαι (Hp.),Derivatives: 1. κένσαι for *κέντ-σαι (Schwyzer 287) points to κεντ- (present or aorist?; s. below) of which the dental before dental gave κεσ-. Thus κεσ-τός (\< *κεντ-τός) `stitched' (ep.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κέσ-τρον `pointed iron ' (Plin.) with κεστρωτός and κέστρωσις (H.; *κεστρόω), κέσ-τρος `kind of arrow etc.' (Plb., D. H., H.) with dimin. κεστρίον (Attica) and κέστρειον `stock of arrows (?)' (Delos IIIa); κέσ-τρα f. `sharp hammer, arrow' (S., Ph. Bel., Hero), also a fishname = σφύραινα (Ar.; after te form of the body, Strömberg Fischnamen 35); here κεστρεύς `mullet' (IA.; Bosshardt Die Nom. auf - ευς 51) and κεστρῖνος, - ινίσκος `id.' (Com.). - 2. Through reshaping after κεντ-έω (not with ρο-suffix as Fraenkel KZ 42, 118 n. 1) rose κέντρον `sting', as geometrical term. techn. `resting bone of a compass, center of a cirkel' (Il.), with many compounds and derivv., e. g. κεντρ-ηνεκής `driven by the sting' (Il.; cf. with diff. function δουρ-, ποδ-ηνεκής); subst. κέντρων s. v.; adj. like κεντρικός, κεντρώδης, κεντρήεις; fish- and plant names as κεντρίνης, κεντρίσκος, κεντρίτης (Strömberg Fischnamen 47, Redard Les noms grecs en - της 83, 111); denomin. verbs κεντρόω `with a sting, sting' (IA), κεντρίζω `sting' (X.); from κέντρον as backformation κέντωρ m. `goader, driver' (Il., AP; Fraenkel Glotta 2, 32). - 3. From κεντέω ( κεντῆ-σαι, - σω): κέντημα `the sting, the mosaic' (Arist., inscr. Smyrna [Rom. Emp.]), κεντητής `mosaic-worker' ( Edict. Diocl.), κεντητήριον `picker' (Luc.), κεντητικός `stingy' (Thphr.), κεντητός `stitched, with mosaic' (Epikt., pap.). - 4. With old ablaut κοντός m. "the stinger", `pole, crutch, staf to drive on cattle' (ι 487; LW [loanword] Lat. contus with percontor) with κοντά-κιον, - άριον, - ίλος, - ωτός a. o.; here κοντός `short' (Adam.) from κοντο-μάχος, - βόλος, - βολέω, where κοντός was taken as `short'; thus in κοντο-πορεία (Plb.), s. Hatzidakis Festschrift Kretschmer 35ff.Origin: IE [Indo-European] [567] *ḱent- `sting'Etymology: To the sigmatic aorist κένσαι \< *κέντ-σαι was after unknown example a present κεντ-έω created (cf. Schwyzer 706), to which came κεντῆ-σαι, κεντή-σω etc. - Other languages have only isolated nominal formations: OHG hantag `pointed', deriv. from PGm. * handa- (formally = κοντός), Latv. sīts `hunting spear' (= Lith. *šiñtas \< IE. *ḱentos- n.?), and some Celtic words, e. g. Bret. kentr `spur', Welsh cethr `nail', but these are all prob. loans from Lat. centrum. - See W.-Hofmann 2, 423, Pok. 567.Page in Frisk: 1,820-821Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεντέω
См. также в других словарях:
κατάβολος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 36 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του όρους Παντοκράτορας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. * * * ο (Α κατάβολος)… … Dictionary of Greek
μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… … Dictionary of Greek
σύμβολος — ον, ΜΑ το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ. β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… … Православная энциклопедия
Неофит Метаксас — Николаос Неофитос Метаксас греч. Νικόλαος Νεόφυτος Μεταξάς … Википедия