Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παράσειρος

См. также в других словарях:

  • παράσειρος — tied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • παράσειρον — παράσειρος tied masc/fem acc sg παράσειρος tied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασείρους — παράσειρος tied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασείρων — παράσειρος tied masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασείρῳ — παράσειρος tied masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσειρα — παράσειρος tied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσειροι — παράσειρος tied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»