Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παράπηγμα

См. также в других словарях:

  • παράπηγμα — astronomical and meteorological calendar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράπηγμα — το, ΝΜΑ [παραπήγνυμι] νεοελλ. 1. πρόχειρο οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, η παράγκα 2. στον πληθ. τα παραπήγματα α) όλα τα πρόσθετα μέρη που βρίσκονται πάνω στο κατάστρωμα και στα τοιχώματα τού σκάφους, όπως τα ακροστόλια, τα δρύφακτα, οι… …   Dictionary of Greek

  • παράπηγμα — το, ατος πρόχειρα κατασκευασμένη κατοικία, παράγκα: Οι σεισμόπληκτοι στεγάστηκαν προσωρινά σε παραπήγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπηγμάτων — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπήγμασι — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπήγμασιν — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπήγματα — παράπηγμα astronomical and meteorological calendar neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANON Astronomicus — idem cum Parapegmate, Suidae, ita enim is, παράπηγμα, κανὼν ἤ ὄργανον ἀςτρονομικὸν, Parapegma, Canon aut instrumentum Astronomicum. Sed παράπηγμα non tam Canon ipse fuit, quam tabula aerea, columnae aut pilae in loco publico affigenda, in qua… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARAPEGMA — Graece παράπηγμα, proprie tabula est aenea, columnae alicui solita affigi, ςτυλοπινάκιον hine quoque Graecis. In cuiusmodi tabulis Leges, Edicta, Agrorum divisionum formae, Canones siderum Astronomici, et alia vulgo incidebantur, et in locis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • παραπηγματούχος — ο αυτός που έχει στην κατοχή του παράπηγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράπηγμα, ατος + ούχος (< έχω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»