-
1 несвоевременный
-
2 неурочный
неурочн||ыйприл ἀκαιρος, παράκαιρος, ἀκατάλληλος:прийти́ в \неурочныйое время Ερχομαι σέ ἀκατάλληλη ὠρα -
3 неактуальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; άκαιρος, ανεπίκαιρος, παράκαιρος. -
4 несвоевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -оμη έγκαιρος• άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• άτοπος•-ая выплата денег η μη έγκαιρη καταβολή χρημάτων•
-ая шутка άκαιρο (άτοπο) αστείο.
-
5 преждевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -менноπρόωρος, άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• νωρίτερος•-ые роды πρόωρος τοκετός•
-ая смерть πρόωρος θάνατος•
-ая старость τα πρόωρα γεράματα.
См. также в других словарях:
παράκαιρος — immoderately masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκαιρος — η, ο / παράκαιρος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος. επίρρ... παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ νεοελλ. 1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα 2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα αρχ.… … Dictionary of Greek
παράκαιρος — η, ο αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη ώρα και μάλιστα πολύ αργά, ο παράωρος: Η μεσολάβηση η δική σου ήταν παράκαιρη και δεν έπιασε τόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακαιρίως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) παρακαίριος unseasonable adverbial παρακαίριος unseasonable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαιρότατα — παράκαιρος immoderately adverbial superl παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαίριον — παράκαιρος immoderately masc/fem acc sg παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc sg παρακαίριος unseasonable masc/fem acc sg παρακαίριος unseasonable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαίρως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκαιρον — παράκαιρος immoderately masc/fem acc sg παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαιρίους — παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl παρακαίριος unseasonable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαίρια — παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc pl παρακαίριος unseasonable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακαίρῳ — παράκαιρος immoderately masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)