Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παράκαιρος

См. также в других словарях:

  • παράκαιρος — immoderately masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκαιρος — η, ο / παράκαιρος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος. επίρρ... παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ νεοελλ. 1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα 2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • παράκαιρος — η, ο αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη ώρα και μάλιστα πολύ αργά, ο παράωρος: Η μεσολάβηση η δική σου ήταν παράκαιρη και δεν έπιασε τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακαιρίως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) παρακαίριος unseasonable adverbial παρακαίριος unseasonable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαιρότατα — παράκαιρος immoderately adverbial superl παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίριον — παράκαιρος immoderately masc/fem acc sg παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc sg παρακαίριος unseasonable masc/fem acc sg παρακαίριος unseasonable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίρως — παράκαιρος immoderately adverbial παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκαιρον — παράκαιρος immoderately masc/fem acc sg παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαιρίους — παράκαιρος immoderately masc/fem acc pl παρακαίριος unseasonable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίρια — παράκαιρος immoderately neut nom/voc/acc pl παρακαίριος unseasonable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαίρῳ — παράκαιρος immoderately masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»