-
1 άκαιρος
[акэрос] εκ. несвоевременный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άκαιρος
-
2 несвоевременный
-
3 несвоевременный
несвоевременн||ыйприл ἄκαιρος, (παρ)ἄκαιρος, μή Εγκαιρος, ἄτοπος. -
4 безвременный
безвременн||ыйприл πρόωρος, ἀκαιρος:\безвременныйая смерть ὁ πρόωρος θάνατος. -
5 неуместный
неуместн||ыйприл ἄτοπος, ἄκαιρος, ἀνάρμοστος:\неуместныйое замечание ἡ ἄτοπη παρατήρηση. -
6 неурочный
неурочн||ыйприл ἀκαιρος, παράκαιρος, ἀκατάλληλος:прийти́ в \неурочныйое время Ερχομαι σέ ἀκατάλληλη ὠρα -
7 преждевременный
преждевременн||ыйприл πρόωρος, ἀκαιρος:\преждевременныйые ро́ды ὁ πρόωρος τοκετός· \преждевременныйая старость τό πρόωρον γήρας, τά πρόωρα γηρατιά. -
8 несвоевременный
[νισβαιβριέμιννυϊ/] εχ. άκαιρος -
9 неуместный
[νιουμιέσνυΐ] επ. άκαιρος -
10 неурочный
[νιουρότσνυΐ] επ. άκαιρος -
11 несвоевременный
[νισβαιβριέμιννυϊ] εχ. άκαιρος -
12 неуместный
[νιουμιέσνυϊ] επ άκαιρος -
13 неурочный
[νιουρότσνυϊ] επ άκαιρος -
14 безвременный
-
15 неактуальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; άκαιρος, ανεπίκαιρος, παράκαιρος. -
16 несвоевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -оμη έγκαιρος• άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• άτοπος•-ая выплата денег η μη έγκαιρη καταβολή χρημάτων•
-ая шутка άκαιρο (άτοπο) αστείο.
-
17 неуместный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάτοπος, άκαιρος, εκτός τόπου ή χρόνου. -
18 преждевременный
επ., βρ: -менен, -менна, -менноπρόωρος, άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• νωρίτερος•-ые роды πρόωρος τοκετός•
-ая смерть πρόωρος θάνατος•
-ая старость τα πρόωρα γεράματα.
См. также в других словарях:
ἄκαιρος — ill timed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek
άκαιρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έγινε στην κατάλληλη ώρα: Η επέμβασή σου στην υπόθεση αυτή ήταν άκαιρη. 2. ανάρμοστος: Τα λόγια που είπε το λιγότερο ήταν άκαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαιρότερον — ἄκαιρος ill timed adverbial comp ἄκαιρος ill timed masc acc comp sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατα — ἄκαιρος ill timed adverbial superl ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότατον — ἄκαιρος ill timed masc acc superl sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίρως — ἄκαιρος ill timed adverbial ἄκαιρος ill timed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαιρον — ἄκαιρος ill timed masc/fem acc sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότερα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαιρότεροι — ἄκαιρος ill timed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)