-
1 παπούτσι
το обувь;§ του δίνω τα παπούτσια στο χέρι — выгонять, прогонять кого-л., увольнять кого-л.;
παπούτσι από τον τόπο σου κι' άς είν' και μπαλωμένο — погов, хоть на курице, да со своей улицы (о женитьбе)
-
2 παπούτσι
[папуци] ουσ. о. туфля, обувь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παπούτσι
-
3 παπούτσι
[папуци] ουσ ο туфля, обувь. -
4 παπούτσι
чевлаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > παπούτσι
-
5 παπούτσι
1) chaussure2) soulier -
6 παπούτσι
półbut (m) rzecz. -
7 παπούτσι
1) bota2) botka3) střevíc -
8 παπούτσι
shoeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παπούτσι
-
9 Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
• И дым отечества нам сладок и приятен• На чужой сторонушке рад своей воронушкеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
-
10 Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
Пускай башмак в починке побывал, зато свой• Своя рубаха ближе к телуИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο
-
11 Θα του βάλω τα δυό πόδια σ'ένα παπούτσι
• Он у меня ещё попляшет• Он у меня в рукахИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Θα του βάλω τα δυό πόδια σ'ένα παπούτσι
-
12 chaussure
παπούτσι -
13 soulier
παπούτσι -
14 botka
παπούτσι -
15 střevíc
παπούτσι -
16 półbut
παπούτσι -
17 ayakkabı
παπούτσι, υπόδημα -
18 kundura
παπούτσι, υπόδημα -
19 pabuç
παπούτσι, υπόδημα -
20 налезать
налезатьнесов, налезть сов разг (об обуви, одежде) μπαίνω, χωράω:ботинок не налеза́ет τό παπούτσι δέν μοῦ μπαίνει, τό παπούτσι δέν χωράει στό πόδι μου· пальто́ не налезает τό ἐπανωφόρι δέν μοῦ μπαίνει.
См. также в других словарях:
παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… … Dictionary of Greek
παπούτσι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόδημα. Φρ., «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν και μπαλωμένο», ο γάμος με συμπατριώτη είναι προτιμότερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») … Dictionary of Greek
εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… … Dictionary of Greek
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
Τζιούστι, Ιωσήφ — (Giusti, 1809 – 1850). Διάσημος Ιταλός σατιρικός ποιητής. Γόνος παλαιάς και πλούσιας οικογένειας, σπούδασε νομικά στην Πίζα και το 1834 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Αλλά μετά από λίγο καιρό, εξαιτίας της φιλάσθενης ιδιοσυγκρασίας του και του… … Dictionary of Greek
Shoeing — This article is about the use of shoes to insult. For information about the use of shoes for entertainment, see Shoe tossing. President George W. Bush ducking a thrown shoe, while Prime Minister Nouri al Maliki attempts to catch it. This is for… … Wikipedia
ακορδέλιαστος — η, ο [κορδελιάζω] 1. (ένδυμα) που δεν έχει γαρνιριστεί με κορδέλα 2. (παπούτσι) που δεν έχει ραφές 3. (καρπός) που δεν έχει περαστεί σε κορδέλα «ακορδέλιαστα σύκα» 4. εκείνος που δεν έχει μετρηθεί με κορδέλα (δρόμος, έκταση γης, κ.λπ.) … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek