-
1 πανιμερος
-
2 πανίμερος
πανί̱μερος, πανίμεροςall-lovely: masc /fem nom sg -
3 πανίμερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανίμερος
-
4 πανίμερος
παν-ίμερος, ganz, sehr ersehnt, reizend -
5 πανίμερον
πανί̱μερον, πανίμεροςall-lovely: masc /fem acc sgπανί̱μερον, πανίμεροςall-lovely: neut nom /voc /acc sg -
6 παν-ήμερος
παν-ήμερος, 1) = Vorigem; πανήμερον adverbial, Her. 7, 183 u. Sp., wie Luc. amor. 15. – 2) täglich, Tag für Tag, Aesch. Prom. 1026. – Bei Soph. Tr. 657 soll πανάμερος μόλοι heißen »an diesem Tage noch«; man hat auch πανίμερος vermuthet.
-
7 πανήμερος
πᾰν-ήμερος, ον, = foreg., ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς π., of Prometheus' eagle, A.Pr. 1024: neut. πανημερόν (oxyt.) as Adv., Hdt.7.183, Max.107.2 Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανήμερος
См. также в других словарях:
πανίμερος — πανί̱μερος , πανίμερος all lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίμερος — ον, Α 1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός 2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ ίμερος)] … Dictionary of Greek
πανίμερον — πανί̱μερον , πανίμερος all lovely masc/fem acc sg πανί̱μερον , πανίμερος all lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek