-
1 πανημερον
-
2 πανημερόν
πανήμεροςionic (indeclform adverb) -
3 πανήμερον
πανήμεροςmasc /fem acc sgπανήμεροςneut nom /voc /acc sg -
4 παν-ήμερος
παν-ήμερος, 1) = Vorigem; πανήμερον adverbial, Her. 7, 183 u. Sp., wie Luc. amor. 15. – 2) täglich, Tag für Tag, Aesch. Prom. 1026. – Bei Soph. Tr. 657 soll πανάμερος μόλοι heißen »an diesem Tage noch«; man hat auch πανίμερος vermuthet.
-
5 πανήμερος
πᾰν-ήμερος, ον, = foreg., ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς π., of Prometheus' eagle, A.Pr. 1024: neut. πανημερόν (oxyt.) as Adv., Hdt.7.183, Max.107.2 Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανήμερος
См. также в других словарях:
πανημερόν — πανήμερος ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανήμερον — πανήμερος masc/fem acc sg πανήμερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… … Dictionary of Greek