Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πανύστατα

См. также в других словарях:

  • πανύστατα — πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανύσταθ' — πανύστατα , πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατα , πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl πανύστατε , πανύστατος last of all masc voc sg πανύσταται , πανύστατος last of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανύστατ' — πανύστατα , πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατα , πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl πανύστατε , πανύστατος last of all masc voc sg πανύσταται , πανύστατος last of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανύστατος — η, ο / πανύστατος, άτη, ον, ΝΑ ο ολωσδιόλου τελευταίος, ο έσχατος όλων («προσγελᾱτε τὸν πανύστατον γέλων», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πανύστατον και πανύστατα για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὕστατος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»