-
1 πανυστατα
-
2 πανύστατα
πανύστατονindeclform (adverb)πανύστατοςlast of all: neut nom /voc /acc pl -
3 πανύσταθ'
πανύστατα, πανύστατονindeclform (adverb)πανύστατα, πανύστατοςlast of all: neut nom /voc /acc plπανύστατε, πανύστατοςlast of all: masc voc sgπανύσταται, πανύστατοςlast of all: fem nom /voc pl -
4 πανύστατ'
πανύστατα, πανύστατονindeclform (adverb)πανύστατα, πανύστατοςlast of all: neut nom /voc /acc plπανύστατε, πανύστατοςlast of all: masc voc sgπανύσταται, πανύστατοςlast of all: fem nom /voc pl -
5 πανυστατον
-
6 πανυστατον...
πανύστατον...πανύστατα, πᾰνύστᾰτονadv. в последний раз Soph., Eur. -
7 πανύστατος
A last of all, Il.23.532, 547, Od. 9.452, S.Tr. 874, E.Med. 1041: neut. as Adv., for the very last time, S.Aj. 858, E.Alc. 164: also pl., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανύστατος
См. также в других словарях:
πανύστατα — πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύσταθ' — πανύστατα , πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατα , πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl πανύστατε , πανύστατος last of all masc voc sg πανύσταται , πανύστατος last of all fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύστατ' — πανύστατα , πανύστατον indeclform (adverb) πανύστατα , πανύστατος last of all neut nom/voc/acc pl πανύστατε , πανύστατος last of all masc voc sg πανύσταται , πανύστατος last of all fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύστατος — η, ο / πανύστατος, άτη, ον, ΝΑ ο ολωσδιόλου τελευταίος, ο έσχατος όλων («προσγελᾱτε τὸν πανύστατον γέλων», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πανύστατον και πανύστατα για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὕστατος] … Dictionary of Greek