-
1 παντ-επ-όπτης
παντ-επ-όπτης, = πανεπόπτης, Ζεύς Schol. Ar. Ach. 434, u. bes. K. S., die auch davon das adj. παντεποπτικός bilden.
-
2 παντόπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόπτης
-
3 παντοπτης
-
4 ἐπ-οπτεύω
ἐπ-οπτεύω, darauf sehen, beschauen, beaufsichtigen; ἔργα δ' ἐποπτεύεσκε Od. 16, 140; Hes. O. 765; ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις φόρμιγγι Pind. Ol. 7, 11; ὦ πάντ' ἐποπτεύων τάδε Ἥλιος Aesch. Ch. 978 (vgl. Diphil. Ath. VI, 223 a); ὦ γαῖ' ἄνες μοι πατέρ' ἐποπτεῠσαι μάχην 486; οἱ περὶ νόμους ἐποπτεύοντες, die Aufseher über die Gesetze, Plat. Legg. XII, 951 d; καὶ φυλάττειν Dem. 13, 8. – Die letzte u. höchste Weihe in den eleusinischen Mysterien erhalten, μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες Plat. Phaedr. 250 d; Sp.; dah. bei Ar. Ran. 745 = das höchste Glück genießen, als wäre ich ein ἐπ-όπτης.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
παντόπτης — και, δωρ. τ., παντόπτας ό, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. παν όπτης] … Dictionary of Greek