-
1 παντόπτας
παντόπτᾱς, παντόπτηςmasc acc pl (doric)παντόπτᾱς, παντόπτηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
2 παντόπτας
-
3 παντοπτης
-
4 παντόπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόπτης
См. также в других словарях:
παντόπτας — παντόπτᾱς , παντόπτης masc acc pl (doric) παντόπτᾱς , παντόπτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντόπτης — και, δωρ. τ., παντόπτας ό, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. παν όπτης] … Dictionary of Greek