-
1 παντοδαπώτερον
παντοδαπόςof every kind: adverbial compπαντοδαπόςof every kind: masc acc comp sgπαντοδαπόςof every kind: neut nom /voc /acc comp sg -
2 παντοδαπός
παντοδαπός (vgl. über das Suffirum ποδαπός), von allerlei Geschlecht, mannigfach, wie παντοῖος, H. h. Cer. 402; καρπός, Aesch. Spt. 339; γῆ, Eur. Hel. 532; νοσήματα, Ar. Nubb. 309; παντοδαποὶ στρατιῆς, wo Menschen von allerlei Art bunt durcheinander gemischt sind, Her. 7, 21, wie ἄνϑρωποι, Plat. Hipp. mai. 282 c; καὶ πολλὰ ῥεύματα, Phaed. 112 e; ὄψεις, Theaet. 156 b; παντοδαπὸν γίγνεσϑαι, wie παντοῖος, Rep. III, 398 a; Folgde. Einen superl. παντοδαπώτατος hat Hippocr., wie Isocr. 4, 45 nach Bekker; compar. παντοδαπώτερον Arist. H. A. 4, 2. – Adv. παντοδαπῶς, im Ggstz von ἁπλῶς, poet. b. Arist. eth. 2, 6; Plat. Parm. 129 e u. A.
См. также в других словарях:
παντοδαπώτερον — παντοδαπός of every kind adverbial comp παντοδαπός of every kind masc acc comp sg παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek