-
1 παντογήρως
A making all old, i.e. subduing all, (lyr., v.l. παντ-αγήρως, never growing old, unaltering, but both are prob. corrupt).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντογήρως
-
2 πανταγήρως
A v. παντογήρως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανταγήρως
См. также в других словарях:
παντογήρως — ων, Α αυτός που καταβάλλει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. εν γήρως] … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek