Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πανσυδί

См. также в других словарях:

  • πανσυδί — with all one s force indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσυδί — και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α επίρρ. 1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.) 2. παντελώς 3 …   Dictionary of Greek

  • πασσυδί — πανσυδί with all one s force indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασσυδεί — και πασσυδί και πασσυδίη και πασσυδίην Α επίρρ. βλ. πανσυδί …   Dictionary of Greek

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • σχεδίην — Α (επικ. τ.) επίρρ. 1. τοπ. από κοντά 2. χρον. α) γρήγορα β) αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. ην τής αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί ην)] …   Dictionary of Greek

  • σύδην — Α επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ τού σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ σν μην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην), βλ. και λ. πανσυδί] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»