-
1 παν-συδίῃ
παν-συδίῃ od. πασσυδίῃ, Ersteres zog Aristarch. vor, die VLL. erkl. μετὰ πάσης ὁρμῆς, E. M. auch παμπληϑεί, mit aller Macht, allem Eifer (σεύομαι, ἐσσυμένως); ϑωρῆξαι ἐκέλευε καρηκομόωντας Ἀχαιοὺς πανσυδίῃ, Il. 2, 12. 29. 66; 11, 708; u. oft bei sp. D., wie An. Rh. 1, 323. 2, 759, öfter; Callim. Del. 159; die attische Form πανσυδίᾳ Eur. Troad. 792; in Prosa seltener, Xen. Hell. 4, 4, 9 Ages. 2, 19, als v. l. für das Vorige. Der accus. πανσυδίην od. πασσυδίην, E. M. 650 E., steht Arat. 714, aber Ap. Rh. 2, 159 behält Wellauer πανσυδίῃ gegen Brunck's Conj. bei.
См. также в других словарях:
πανσυδίην — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσυδί — και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α επίρρ. 1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.) 2. παντελώς 3 … Dictionary of Greek