Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παμπληϑεί

См. также в других словарях:

  • παμπληθεί — (Α) επίρρ. όλο μαζί το πλήθος («ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεί λέγοντες», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παμπληθής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. ουδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

  • παμπληθεί — with the whole multitude indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμπληθεῖ — παμπληθής in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παμπληθής in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφιλεί — (Α) επίρρ. με όλους τους φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάμφιλος + επιρρμ. κατάλ. ει (πρβλ. παμπληθεί)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»