-
1 πανστρατιή
-
2 πανστρατιῇ
-
3 παν-στρατιᾷ
παν-στρατιᾷ, ion. πανστρατιῇ, mit dem ganzen Heere, mit ganzer Heeresmacht; Her. 1, 62. 7, 203; Thuc. 2, 31 u. Folgde; auch der gen. kommt vor, πανστρατιᾶς γενομένης, 4, 94, aber nicht der nom.
-
4 εἰς-βάλλω
εἰς-βάλλω (s. βάλλω), 1) hineinwerfen; ἄνδρα εἰς ἕρκη Soph. Ai. 60; Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰςέβαλεν, stürzte euch in ungeahnet Leid, Aesch. Prom. 1077; φάρμακα εἰς φρέατα Thuc. 2, 48; στρατιὰν εἰς Μίλητον, ein Heer ins Milesische Gebiet hineinwerfen, Her. 1, 14; vgl. Thuc. 5, 71; βοῠς ἐς ἄρουραν Eur. El. 79; βοῦς πόντον, Ochsen ins Meer treiben, I. T. 261. Auch im med., ἐςβάλλομαι τοὺς ἵππους ἐς νέας, an Bord bringen, Her. 1, 1. 6, 95, wie Thuc. 8, 31. – 21 Häufig intr.: a) einfallen, einbrechen, bes. mit einem Heere, so daß man στρατόν ergänzen kann; εἰς Ἐλευσῖνα ἄγων τοὺς Πελοποννησίους εἰςέβαλε Her. 2, 76; ἐς πόλιν 1, 15; στόλῳ μεγάλῳ, πανστρατιῇ, 5, 74. 8, 27; εἰς τὴν Ἀττικήν Thuc. 1, 109; πρὸς τὴν πόλιν 4, 25; auch mit dem bloßen acc., ἔρημον χῶρον Eur. Hipp. 1198; ohne Zusatz, einen Einfall machen, εἰςβεβληκότων Thuc. 2, 54; anlanden, 2, 47; auch εἰς τοὺς ὁπλίτας, angreifen, 6, 70 u. Sp. – b) von Flüssen, sich ergießen, hineinfallen; ἐςβάλλει τὸ ῥέεϑρον εἰς Εὐφράτην Her. 1, 179, vgl. 4, 48. 57; Thuc. 1, 46; Xen. An. 1, 7, 15. – c) Bei den Aerzten = anfallen, bes. vom Fieber. – d) εἰςέβαλλον ἱππικαὶ πνοαί, = ἐπέπνεον, Soph. El. 709. Bei Eur. Cycl. 99 = zufällig hineingerathen. – e) Bei Sp. = ἀναβάλλειν, anheben, beginnen, z. B. Schol. Pind. N. 7, 1.
-
5 πανστρατια
ион. πανστρατιή ἥ войско в полном составеπανστρατιᾶς γενομένης Thuc. — так как было собрано всеобщее ополчение;
См. также в других словарях:
πανστρατιῇ — πανστρατιά fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανστρατιά — η, ΝΜΑ το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας νεοελλ. κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού αρχ. (η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ με όλο το… … Dictionary of Greek