-
1 πανστρατια
ион. πανστρατιή ἥ войско в полном составеπανστρατιᾶς γενομένης Thuc. — так как было собрано всеобщее ополчение;
См. также в других словарях:
πανστρατιῇ — πανστρατιά fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανστρατιά — η, ΝΜΑ το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας νεοελλ. κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού αρχ. (η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ με όλο το… … Dictionary of Greek