-
1 πανοπλίαι
πανοπλίαsuit of armour of a: fem nom /voc plπανοπλίᾱͅ, πανοπλίαsuit of armour of a: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πανοπλία
πανοπλίᾱ, πανοπλίαsuit of armour of a: fem nom /voc /acc dualπανοπλίᾱ, πανοπλίαsuit of armour of a: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πανοπλίαι, πανοπλίαsuit of armour of a: fem nom /voc plπανοπλίᾱͅ, πανοπλίαsuit of armour of a: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 κατάχαλκος
κατάχαλκ-ος, ον,A overlaid with bronze or copper, (lyr.); κ. ἅπαν πεδίον ἀστράπτει flashes with gleaming armour, Id.Ph. 110 (lyr.); δράκων κ. a serpent lapt in mail, i. e. scales, Id.IT 1246 (lyr.);κ. πανοπλίαι Onos.1.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάχαλκος
-
4 ἐπάργυρος
ἐπάργῠρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάργυρος
См. также в других словарях:
πανοπλίαι — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίᾳ — πανοπλίαι , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
κατάχαλκος — κατάχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος 2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.) 3. ενισχυμένος με… … Dictionary of Greek