-
1 παν-οπλία
παν-οπλία, ἡ, die ganze, volle Rüstung der Schwerbewaffneten, Schild, Helm, Brustpanzer, Beinschienen, Schwert u. Lanze, die schwere Rüstung; Ar. Av. 434; πανοπλίαν λαβεῖν, Isocr. 16, 29; πανοπλίαι, Thuc. 3, 114; Pol. 3, 62, 5; bes. πανοπλίῃ σκευάζειν, Her. 1, 60; Ar. Plut. 951; πανοπλίᾳ κοσμηϑεῖσα, Plat. Legg. VII, 796 b, vgl. Menex. 249 a.
См. также в других словарях:
πανοπλίαι — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλίᾳ — πανοπλίαι , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
κατάχαλκος — κατάχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος 2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.) 3. ενισχυμένος με… … Dictionary of Greek