-
1 παμποικίλας
παμποικίλᾱς, παμποίκιλοςall-variegated: fem acc plπαμποικίλᾱς, παμποίκιλοςall-variegated: fem gen sg (doric aeolic) -
2 παμποίκιλος
παμ-ποίκῐλος, ον,A all-variegated, of rich and varied work,πέπλοι Od. 15.105
, cf. Il.6.289; of sacred vases, Pi.N.10.36;νεβρῶν π. στολίδες E.Hel. 1359
(lyr.); of persons, π. περὶ πᾶσαν τέχνην καὶ πρᾶξιν Vett. Val. 17.16.II metaph., ὕφασμα, of the universe, Ph. 1.651, cf. 654; manifold, ἀλλοιότητας παμποικίλους ( παμποικίλας codd.) Pl.Ti. 82b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμποίκιλος
См. также в других словарях:
παμποικίλας — παμποικίλᾱς , παμποίκιλος all variegated fem acc pl παμποικίλᾱς , παμποίκιλος all variegated fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)