-
1 παλμ-ώδης
-
2 παλμώδης
παλμ-ώδης, ες, einer Schwingung, dem Pulsschlage ähnlich -
3 παλμωδης
-
4 πολυγηρία
πολῠ-γηρία, ἡ,A attainment of great age, Melamp.παλμ. p.24
D [suff] πολῠ-γηρος, ον, = -γήραος, Vett.Val.62.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγηρία
-
5 πελεμίζω
Grammatical information: v.Meaning: `to vibrate, to shake', pass. `to tremble' (Il.; Trümpy Fachausdrücke 130 ff., Ruijgh L'élém. ach. 8 1 f.);Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Denominative formation in - ίζω (after ἐλελίζω, στυφελίζω, δνοπαλίζω a.o. with comparable meaning; Chantraine Gramm. hom. 1, 340) from an unknown noun, approx. *πέλεμα v.t., which may have cognates in Germ., a.o. in the compp. Goth. us-film-a `frightened, appalled' (with usfilm-ei `fright, horror'), OWNo. felms-fullr `full of frightening', which presuppose a noun PGm. * felma- `fright'. If one distinguishes an m-suffix one could connect the group of πάλλω (since Fick KZ 19, 262; further s. WP. 2, 52f.). Also Arm. al̃m-uk `confusion, unrest' (: παλμ-ός, πελεμ-ίζω) can be connected (Adjarian MSL 20, 160). -- Here may also belong πόλεμος; s.v. Furnée 151 (with n. 42) calls πελεμ- entschieden ungriechisch; the suffix - εμ- would be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,497-498Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πελεμίζω
См. также в других словарях:
ναπάλμ — Εμπρηστική ουσία που παράχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1942. Είναι μια ζελατινώδης μάζα που κατασκευάζεται με την ανάμειξη βενζίνης και ενός μείγματος αλάτων ναφθαλικού οξέος (από όπου η πρώτη συλλαβή του ν.) και από σάπωνες λιπαρών οξέων,… … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… … Dictionary of Greek
Νόιτρα, Ρίτσαρντ Τζόζεφ — (Richard Joseph Neutra, Βιέννη 1892 – Βούπερταλ, Γενεύη 1970). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αυστριακής καταγωγής, μαθητής του Ότο Βάγκνερ και του Άντολφ Λόος, συνεργάστηκε στην Ευρώπη με τον Γκρόπιους και τον Μέντελσον. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου… … Dictionary of Greek
Φλόριντα — (Florida). Πολιτεία (139.697 τ. χλμ., 17.244.300 κατ.) των νοτιοανατολικών ΗΠΑ, που βρέχεται από τον Ατλαντικό στα Α, από τον κόλπο του Μεξικού στα Δ, από τα Στενά της Φλόριντας (που τη χωρίζουν από την Κούβα) στα Ν, και συνορεύει στα Β με τις… … Dictionary of Greek