Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παλιάνθρωπος

См. также в других словарях:

  • παλιάνθρωπος — Σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα (18 Αυγούστου 1882 15 Αυγούστου 1883). Εκδότης της ήταν ο Ιωάννης Βαρβέρης, που συνεργάστηκε σε διάφορα σατιρικά φύλλα με το ψευδώνυμο Παλιάνθρωπος. Η εφημερίδα αυτή είχε μεγάλη κυκλοφορία, την οποία όμως έχασε όταν… …   Dictionary of Greek

  • παλιάνθρωπος — ο ο κακοήθης, αισχρός, παρακατιανός και γενικά ο κακής διαγωγής άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos …   Wikipedia

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • δείξιος — και δείξος, α, ο φρ. «ο ποίσος κι ο δείξιος» ο παλιάνθρωπος, ο τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικό παράγωγο (επίθετο) σχηματισμένο απ ευθείας από τον μέλλοντα (θα) δείξω τού δείχνω (πρβλ. ο ποίσος* < (θα) ποίσω < ποιήσω)] …   Dictionary of Greek

  • κανάγιας — ο, θηλ. κανάγια και κανάγισσα (για πρόσ.) αχρείος, χυδαίος, παλιάνθρωπος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canaille < ιταλ. canaglia < λατ. canis «σκύλος»] …   Dictionary of Greek

  • καριόλης — ο (υβριστικός χαρακτηρισμός άνδρα) άτιμος, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καριόλα με μεταβολή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατακάθι — το 1. υποστάθμη, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθισμα 2. άτομο κακής υπόστασης, κακοποιό στοιχείο, παλιάνθρωπος («κατακάθι τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακαθίζω υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • παλιανθρωπιά — η [παλιάνθρωπος] 1. η ιδιότητα τού παλιανθρώπου, αχρειότητα, φαυλότητα 2. αισχρή πράξη, αχρεία συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»