-
1 παλιάνθρωπος
[пальантропос] ουσ. а. подлец, негодяй,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παλιάνθρωπος
-
2 негодяй
-
3 дрянной
дрянн||ойприл разг ἀθλιος, ἐλεεινός:\дрянной человек ὁ πάλιάνθρωπος· \дрянной характер ὁ ἐλεεινός χαρακτήρας· \дряннойа́я погода ὁ ἀπαίσιος καιρός. -
4 негодный
него́дн||ыйприл1. ἄχρηστος, ἀκατάλληλος:\негодныйый к употреблению ἀκατάλληλος προς χρήσιν вода, \негодныйая для питья τό μή πόσιμο νερό· \негодныйый к военной службе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική θητεία· попытка с \негодныйыми средствами ἡ προσπάθεια μέ ἀθέμιτα μέσα·2. (дурной, скверный) разг:\негодныйый человек παλιάνθρωπος. -
5 негодяй
негодяйм ὁ παλιάνθρωπος, ὁ ἀλιτήριος, ὁ ἀχρείος, ὁ κακοήθης. -
6 отъявленный
отъявленныйприл πατενταρισμένος, μέ πατέντα, διαβόητος, μεγάλος:\отъявленный иего-ди́й μεγάλος παλιάνθρωπος· \отъявленный жу́лик κατεργάρης μέ πατέντα, ἀρχικατεργάρης. -
7 подлец
подлецм ὁ παλιάνθρωπος, ὁ ἄτιμος. -
8 прохвост
прохвостм б ран. ὁ παλιάνθρωπος, τό χαμένο κορμί. -
9 мерзавец
[μιρζάβιτς] ονσ α. παλιάνθρωπος -
10 негодяй
[νιγκαντγιάϊ] ουσ. α παλιάνθρωπος -
11 прохвост
[πραχβόστ] ουσ. α. παλιάνθρωπος -
12 сволочь
[σβόλατς'] ουσ. θ. παλιάνθρωπος -
13 мерзавец
[μιρζάβιτς] ονσ α παλιάνθρωπος -
14 негодяй
[νιγκαντγιάϊ] ουσ α παλιάνθρωπος -
15 прохвост
[πραχβόστ] ουσ α παλιάνθρωπος -
16 сволочь
[σβόλατς'] ουσ θ παλιάνθρωπος -
17 большой
επ., συγκρ. β. больший, больше, более1. μεγάλος, μέγας, τρανός•большой город μεγάλη πόλη•
-ые события μεγάλα γεγονότα•
-ое дело μεγάλη υπόθεση.
2. σημαντικός, αξιόλογος•большой ученый μεγάλος επιστήμονας•
большой негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
большой плут μεγάλος απατεώνας.
3. μεγάλου αναστήματος, υψηλός•ты стал совсем большой εσύ ψήλωσες πολύ, έγινες άντρας, μεγάλος.
4. πολυάριθμος•-ое количество μεγάλη ποσότητα•
-ое знакомство πολλές γνωριμίες.
5. μεγάλος (ως αντώνυμο του μικρός)•большой театр το Μεγάλο θέατρο (σε αντίθεση με το Μικρό)•
-ая медведица η Μεγάλη Αρκτος.
6. ουσ. πλθ. -ие οι ηλικιωμένοι•-ие ушли, а дети остались дома οι μεγάλοι έφυγαν, οι δε μικροί έμειναν στο σπίτι.
εκφρ.большойая буква – το κεφαλαίο γράμμα•большой палец – το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•большой свет – η ανώτερη κοινωνία•сам большой – παλ. ο κύριος εαυτού, νοικοκύρης, αφέντης. -
18 висельник
-а α. -ца, -ы θ.απαγχονισμένος, κρεμασμένος, -η. || υβρ. παλιάνθρωπος, κάθαρμα (που του αξίζει κρεμάλα). -
19 дрянь
и θ.1. αθρσ. παλιοπράγματα, ακαθαρσίες, βρώμες. || μτφ. ανοησίες, κουταμάρες, μωρολογίες•сущая дрянь ανοησίες πέρα για πέρα.
2. ως κατήγ. (απλ.) είναι κακός, άσχημος, παλιό...• погода дрянь παλιόκαιρος•дело - βρωμοδουλειά, παλιοδουλειά.
|| (για άνθρωπο) τιποτένιος, ποταπός, πρόστυχος•такая дрянь τέτοιος παλιάνθρωπος.
-
20 законченный
επ. από μτχ.τέλειος, εντελτς, παντέλειος, ολοτελής, ολοκληρωμένος. || πλήρης, άρτιος, κομπλέ•-ое образование άρτια μόρφωση.
|| μτφ. (με αρνητική σημ.) πρώτος, μεγάλος•законченный негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
болван βλάκας με περικεφαλαία.
См. также в других словарях:
παλιάνθρωπος — Σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα (18 Αυγούστου 1882 15 Αυγούστου 1883). Εκδότης της ήταν ο Ιωάννης Βαρβέρης, που συνεργάστηκε σε διάφορα σατιρικά φύλλα με το ψευδώνυμο Παλιάνθρωπος. Η εφημερίδα αυτή είχε μεγάλη κυκλοφορία, την οποία όμως έχασε όταν… … Dictionary of Greek
παλιάνθρωπος — ο ο κακοήθης, αισχρός, παρακατιανός και γενικά ο κακής διαγωγής άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
δείξιος — και δείξος, α, ο φρ. «ο ποίσος κι ο δείξιος» ο παλιάνθρωπος, ο τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικό παράγωγο (επίθετο) σχηματισμένο απ ευθείας από τον μέλλοντα (θα) δείξω τού δείχνω (πρβλ. ο ποίσος* < (θα) ποίσω < ποιήσω)] … Dictionary of Greek
κανάγιας — ο, θηλ. κανάγια και κανάγισσα (για πρόσ.) αχρείος, χυδαίος, παλιάνθρωπος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canaille < ιταλ. canaglia < λατ. canis «σκύλος»] … Dictionary of Greek
καριόλης — ο (υβριστικός χαρακτηρισμός άνδρα) άτιμος, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καριόλα με μεταβολή γένους] … Dictionary of Greek
κατακάθι — το 1. υποστάθμη, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθισμα 2. άτομο κακής υπόστασης, κακοποιό στοιχείο, παλιάνθρωπος («κατακάθι τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακαθίζω υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλιανθρωπιά — η [παλιάνθρωπος] 1. η ιδιότητα τού παλιανθρώπου, αχρειότητα, φαυλότητα 2. αισχρή πράξη, αχρεία συμπεριφορά … Dictionary of Greek