-
1 κατεργάρης
[катэргарис] ουσ. а. плут, мошенник, жулик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατεργάρης
-
2 негодяй
-
3 бестия
бестияж ὁ κατεργάρης:хитрая \бестия ὁ μεγάλος κατεργάρης. -
4 каверзный
каверз||ныйприл разг1. μπερδεμένος, πολύπλοκος:\каверзныйный случай ἡ μπερδεμένη περίπτωση· \каверзныйный вопрос τό πολύπλοκο ζήτημα·2. (о человеке) δόλιος, κατεργάρης. -
5 каков
каковмест. вопр., опред. и относ. τί είδους, τί λογής:\каков хитрец! τί κατεργάρης!, τί πονηρός!· ◊ вот он \каков! разг νά ποιός εἶναι!· \каков по́п, тако́в и приход погов. κατά τό μαστρογιάννη καί τά κοπέλια του. -
6 лукавый
лукав||ый1. прил πανοῦργος, κατεργάρης, πονηρός·2. м ὁ πονηρός. -
7 обманщик
обман||щикм ὁ ἀπατεώνας [-ών] / ὁ κατεργάρης (мошенник). -
8 отъявленный
отъявленныйприл πατενταρισμένος, μέ πατέντα, διαβόητος, μεγάλος:\отъявленный иего-ди́й μεγάλος παλιάνθρωπος· \отъявленный жу́лик κατεργάρης μέ πατέντα, ἀρχικατεργάρης. -
9 плут
плутм ὁ ἀπατεώνας, ὁ κατεργάρης, ὁ μασκαράς, ὁ μπαγαπόντης. -
10 продувной
продувн||ойприл разг πανοῦργος, κατεργάρης:\продувнойа́я бестия ἀρχικατεργάρης, λερά -
11 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
12 хитрец
хитр||ецм ὁ πανούργος, ὁ πονηρός, ὁ κατεργάρης. -
13 хитрый
хитр||ыйприл1. πονηρός, πανοῦργος, κατεργάρης·2. (изобретательный, искусный) ἐξυπνος, ἐπιδέξιος·3. (замысловатый) разг ἔξυπνος:\хитрыйое устройство τό μηχάνημα. -
14 шельма
шельм||а м, ж1. бран. ὁ ἀπατεώ-νας [-ών], ὁ λωποδύτης·2. (ловкач) разг ὁ κατεργάρης. -
15 бестия
[μπιέστιγια] ουσ. θ. κατεργάρης -
16 шельма
[σέλ'μα] ουσ. α,/Θ. κατεργάρης -
17 бестия
[μπιέστιγια] ουσ θ κατεργάρης -
18 шельма
[σέλ'μα] ουσ α,/Θ. κατεργάρης -
19 закомуристый
επ., βρ: -рист, -а, -о (απλ). πονηρός, κατεργάρης. -
20 злыдень
-дня α. παλ. απατεώνας, κατεργάρης, λωποδύτης. || κακούργος, κακοποιός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… … Dictionary of Greek
κατεργάρης — ο πληθ. κατεργάρηδες και κατεργαραίοι, θηλ. κατεργάρα και κατεργάρισσα ουδ. κατεργάρικο δόλιος, πανούργος, παμπόνηρος: Τα κατάφερε ο κατεργάρης και τον έπεισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
O katergaris — Ο κατεργάρης Directed by Giannis Dalianidis Produced by Finos Film Written by Giannis Dalianidis from the play by Nikos Tsiforos Parti gia neous Youth Party? … Wikipedia
Chronis Exarhakos — Hronis Exarhakos Χρόνης Εξαρχάκος Born November 21, 1915 Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Hronis Exarhakos (Greek: Χρόνης Εξαρχάκος, 1932 September 27, 1984) was a Greek actor … Wikipedia
Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre … Wikipedia
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek
αετονύχης — και αϊτονύχης, α και ισσα, ικο 1. αυτός που έχει νύχια σαν τού αετού συνήθως χρησιμοποιείται μτφ. για πρόσωπα με τη σημ. «άρπαγας, κλέφτης, κατεργάρης» 2. έξυπνος επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + νύχι] … Dictionary of Greek
αλιτήριος — ια, ιο (Α ἀλιτήριος, ιον) σκληρός, αδίσταχτος, κακοήθης, δόλιος, κατεργάρης αρχ. 1. αυτός που διαπράττει αμάρτημα, άδικος, ασεβής, ανόσιος 2. αυτός που φέρνει την καταστροφή, τον όλεθρο, πληγή, μάστιγα 3. αίτιος, ένοχος για κάτι 4. εκδικητής… … Dictionary of Greek