-
1 παλαιτερος
-
2 παλαιος
3, лак. παλεόρ (compar. παλαιότερος и παλαίτερος, superl. παλαιότατος и παλαίτατος)1) старый(οἶνος, νῆες Hom.; ὑποδήματα Plat.; ἱμάτιον NT.)
2) старинный, давнишний(ξεῖνος Hom.)
κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον Plat. — согласно старинной поговорке;ἥ παλαιὰ διαθήκη NT. — ветхий завет3) престарелый(γέρων, γρηῦς Hom.)
4) древний(Ἶλος Hom.; νόμοι Aesch.; θέσφατα Soph.)
ἐκ παλαιοῦ и ἐκ παλαιτέρου Her. — с древних времен, издревле;οἱ παλαιοί Thuc. — люди древних эпох, древние5) устаревший, обветшалый, утративший смысл, пустой(κωφὰ καὴ παλαιὰ ἔπη Soph.)
См. также в других словарях:
παλαίτερος — παλαιός old in years masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαίτερος — μεσαίτερος, έρα, ον (Α) συγκριτ. τ. τού μέσος (ἔν τε τῷ μέσῳ ἄλλα μεσαίτερα τοῡ μέσου», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. μεσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. συγκρ. τερος (πρβλ. παλαίτερος)] … Dictionary of Greek
πεπαίτερος — έρα, ον, Α ανώμαλος τ. συγκριτ. τού πέπων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)] … Dictionary of Greek
περαιτέρω — ΝΑ επίρρ. (ως τοπ. και χρον.) πιο μακριά, πέρα από ένα σημείο τοπικό ή χρονικό νεοελλ. 1. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περαιτέρω όσα θα ακολουθήσουν, τα επόμενα, τα εφεξής («τα περαιτέρω θα τά μάθεις αργότερα») 2. φρ. «το μη περαιτέρω» το… … Dictionary of Greek
kʷel-2 — kʷel 2 English meaning: far (with regard to place and time) Material: O.Ind. caramá “the letzte, äußerste”, cirás “long (temporal)”, Gk. τῆλε, Eol. πήλυι “afar, wide” (τηλό θεν, θι, σε), πάλαι “längst” (παλαιός “old”, παλαίτερος,… … Proto-Indo-European etymological dictionary